Καλάβρυτα: 13 Δεκεμβρίου 1943 οι Γερμανοί Ναζί εκτελούν 1.100 Έλληνες

Day 5,502, 09:58 Published in Greece Greece by nikmen69


Το έγκλημα ολοκληρώθηκε με την πυρπόληση όλων σχεδόν των σπιτιών των Καλαβρύτων. - Η Φρατζέσκα Νίκα εξιστορεί τις φρικτές εικόνες από το ολοκαύτωμα στα Καλάβρυτα όπως το έζησε η ίδια.
Η σφαγή των Καλαβρύτων αποτελεί ένα από μεγαλύτερα εγκλήματα της Ναζιστικής Γερμανίας κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στις 13 Δεκεμβρίου του 1943 δυνάμεις της «Βέρμαχτ» σκότωσαν σχεδόν όλους τους άρρενες κατοίκους των Καλαβρύτων, σε αντίποινα για την εκτέλεση αιχμαλώτων Γερμανών στρατιωτών από τον ΕΛΑΣ.

Η τύχη των Καλαβρύτων φαίνεται να προδιαγράφτηκε μετά την ήττα των Γερμανών από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στη Μάχη της Κερπινής (20 Οκτωβρίου 1943), κατά την οποία σκοτώθηκαν δεκάδες Γερμανοί στρατιώτες και αιχμαλωτίστηκαν 78.

Τότε τέθηκε σε εφαρμογή από το γερμανικό στρατηγείο η «Επιχείρηση Καλάβρυτα» («Unternehmen Kalavryta»), με αντικειμενικό στόχο την περικύκλωση των ανταρτών στην ορεινή περιοχή των Καλαβρύτων και την εξόντωσή τους. Την εκτέλεση της αποστολής ανέλαβαν μονάδες της 117ης Μεραρχίας Κυνηγών, που έδρευε στην Πελοπόννησο και είχε επικεφαλής τον υποστράτηγο Καρλ φον Λε Ζουίρ (1898-1954).

Ο γερμανός στρατηγός με τις αριστοκρατικές ρίζες, έχοντας πληροφορηθεί την εκτέλεση των 78 γερμανών αιχμαλώτων από τους αντάρτες, διέταξε τους άνδρες του να μην διστάσουν να λάβουν τα πιο σκληρά αντίποινα εναντίον του άμαχου πληθυσμού της περιοχής. Ήταν, άλλωστε, πρακτική των αρχών κατοχής να εκτελούν για κάθε σκοτωμένο γερμανό στρατιωτικό πολλαπλάσιους έλληνες αμάχους.

Η «Επιχείρηση Καλάβρυτα» ξεκίνησε στις 4 Δεκεμβρίου, όταν οι γερμανικές δυνάμεις άρχισαν να συρρέουν στην ευρύτερη περιοχή των Καλαβρύτων από την Πάτρα, το Αίγιο, τον Πύργο και την Τρίπολη. Στο διάβα τους έκαιγαν χωριά και μοναστήρια (Μέγα Σπήλαιο και Αγία Λαύρα) και σκότωναν άοπλους πολίτες και μοναχούς.

Στις 9 Δεκεμβρίου έφθασαν στα Καλάβρυτα, δημιουργώντας ένα ασφυκτικό κλοιό γύρω από την πόλη. Καθησύχασαν τους κατοίκους, διαβεβαιώνοντας ότι στόχος τους ήταν αποκλειστικά η εξόντωση των ανταρτών και μάλιστα ζήτησαν από όσους την είχαν εγκαταλείψει να επιστρέψουν άφοβα πίσω στα Καλάβρυτα. Για να τους πείσουν ακόμη περισσότερο προχώρησαν στην πυρπόληση σπιτιών, που ανήκαν σε αντάρτες, και αναζήτησαν την τύχη των γερμανών τραυματιών της μάχης της Κερπινής.

Έξαφνα, όμως, το πρωί της Δευτέρας 13 Δεκεμβρίου συγκέντρωσαν όλο τον πληθυσμό στην κεντρική πλατεία και οδήγησαν τον άρρενα πληθυσμό άνω των 13 ετών σε μια επικλινή τοποθεσία, που ονομαζόταν «Ράχη του Καπή», ενώ τα γυναικόπαιδα τα κλείδωσαν στο σχολείο. Στη ράχη του Καπή εκτυλίχθηκε τις πρώτες μεταμεσημβρινές ώρες η τραγωδία, που οδήγησε σχεδόν όλο τον άρρενα πληθυσμό των Καλαβρύτων στο θάνατο. Με ριπές πολυβόλων οι Γερμανοί εκτέλεσαν τους συγκεντρωμένους, γύρω στους 800 ανθρώπους. Μόνο 13 Καλαβρυτινοί διασώθηκαν και αυτοί επειδή είχαν καλυφθεί από τα πτώματα των συμπολιτών τους και οι Γερμανοί τους θεώρησαν νεκρούς. Το σήμα για την εκτέλεση έδωσε με φωτοβολίδα από το κέντρο των Καλαβρύτων ο ταγματάρχης Χανς Εμπερσμπέργκερ και επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος ήταν ο υπολοχαγός Βίλιμπαντ Ακαμπχούμπερ.



Το έγκλημα ολοκληρώθηκε με την πυρπόληση όλων σχεδόν των σπιτιών των Καλαβρύτων. Όσον αφορά την τύχη των γυναικόπαιδων, αυτά σώθηκαν χάρη στον ανθρωπισμό ενός Αυστριακού στρατιώτη, στον οποίο είχε ανατεθεί η φύλαξή τους. Αυτός άφησε ελεύθερη την είσοδο του σχολείου και διευκόλυνε την απομάκρυνσή τους. Όμως, το πλήρωσε με τη ζωή του, αφού καταδικάσθηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε. Συνολικά, κατά τη διάρκεια της «Επιχείρησης Καλάβρυτα», οι Γερμανοί σκότωσαν 1.101 άτομα, κατέστρεψαν και λεηλάτησαν πάνω από 1.000 σπίτια, κατάσχεσαν 2.000 αιγοπρόβατα και απέσπασαν 260.000.000 δραχμές.
Κανείς από τους υπευθύνους του Ολοκαυτώματος των Καλαβρύτων δεν λογοδότησε στη Δικαιοσύνη. Ο στρατηγός Λε Ζουίρ πέθανε αιχμάλωτος των Σοβιετικών το 1954, ο Εμπερσμπέργκερ σκοτώθηκε στο Ανατολικό Μέτωπο και ο Ακαμπχούμπερ πέθανε στην Αυστρία το 1972, σε ηλικία 67 ετών. Μόνο ο κατοχικός στρατιωτικός διοικητής της Ελλάδας, στρατηγός Χέλμουτ Φέλμι (1885-1965), καταδικάσθηκε το 1948 σε κάθειρξη 15 ετών από το Δικαστήριο της Νυρεμβέργης για όλα τα εγκλήματα πολέμου του Γ’ Ράιχ στην Ελλάδα, αλλά μετά από τρία χρόνια αφέθηκε ελεύθερος.

Παρά το γεγονός ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έχει αναγνωρίσει δημόσια τη ναζιστική αγριότητα κατά των Καλαβρύτων, ακόμα δεν έχει καταβληθεί καμμιά αποζημίωση. Τον Απρίλιο του 2000, ο τότε Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Γιοχάννες Ράου, επισκέφτηκε τα Καλάβρυτα όπου εξέφρασε συναισθήματα ντροπής και βαθιάς θλίψης για την τραγωδία. Εντούτοις όμως, δεν ανέλαβε την ευθύνη εξ ονόματος του γερμανικού κράτους και δεν αναφέρθηκε στο ζήτημα των αποζημιώσεων.

Για τον αριθμό θυμάτων και επιζώντων από τη σφαγή της 13ης Δεκεμβρίου αλλά για το συνολικό αριθμό των θυμάτων από την επιδρομή των Γερμανών στην περιοχή, έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς αντιφατικοί αριθμοί. Το ίδιο ισχύει και για τις τις υλικές καταστροφές.


Ανθρώπινες απώλειες
Απόρρητο τηλεγραφικό σήμα που έστειλε το τμήμα Ia της 117ης Γερμανικής Μεραρχίας Καταδρομών, στις 31 Δεκεμβρίου 1943, προς το κεντρικό αρχηγείο του 68ου Σώματος Στρατού, αναφέρει πως, στα πλαίσια αντιποίνων, εκτελέστηκαν 696 Έλληνες σε όλη την περιοχή.
Στις 7 Νοεμβρίου 1944, στο έγγραφο απαγγελίας κατηγορίας εναντίον που συνέταξε η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για Εγκλήματα Πολέμου (UNWCC), αναφέρεται πως στα Καλάβρυτα εκτελέστηκαν είτε «περίπου 1.000» είτε «πάνω από 750» και έγινε δυνατό να ταυτοποιηθούν, ονομαστικά, 461 θύματα. Ο τελευταίος αριθμός στηρίχτηκε σε κατάλογο που συνέταξε το δημαρχείο Καλαβρύτων, υπό το νέο δήμαρχο Τάκη Σπηλιόπουλο (ένας από τους επιζώντες).

Στις 29 Δεκεμβρίου 1945, ο Σπηλιόπουλος δημοσίευσε τα 461 ονόματα του προαναφερθέντος καταλόγου, με την επιφύλαξη ότι «εκτός από τα αναφερθέντα, εκτελέστηκαν και άλλα πρόσωπα, τα στοιχεία των οποίων δεν έγινε δυνατό μέχρι σήμερα να διακριβωθούν». Το 1952, το Ελληνικό Γραφείο για Εγκληματα Πολέμου έστειλε στη γερμανική δικαιοσύνη τον κατάλογο αυτό, με παρόμοια επιφύλαξη για επιπλέον θύματα.
Το 1945, ο Κ. Καλαντζής δημοσίευσε κατάλογο 521 θυμάτων από την εκτέλεση στα Καλάβρυτα, όπου περιλαμβάνονται όμως και εκτελέσεις σε άλλες ημερομηνίες. Ο κατάλογος αυτό ανέφερε και την ηλικία των περισσότερων θυμάτων.
Στις 13 Ιανουαρίου 1946, ο δήμαρχος Τ. Σπηλιόπουλος κατέθεσε ενόρκως στις δικαστικές αρχές για «περίπου 800 ντόπιους και ξένους νεκρούς» και ο μητροπολίτης Πατρών Θεόκλητος για «750 κατοίκους των Καλαβρύτων».
Τον Αύγουστο του 1947, ο Τ. Σπηλιόπουλος, σε κατάθεσή του στην αποκαλούμενη δίκη των στρατηγών νοτιοανατολικού χώρου, στη Νυρεμβέργη, ανέφερε 1.390 νεκρούς μόνο στα Καλάβρυτα. Επιπλέον, μίλησε και για «επιπλέον 240 πρόσωπα, που βρίσκονταν εκείνη τη μέρα τυχαία στην περιοχή των Καλαβρύτων». Παρά τις αντιρρήσεις που εξέφρασε η υπεράσπιση, για τη βασιμότητα των αριθμών αυτών, η κατάθεση αυτή λήφθηκε υπόψη στην αιτιολόγηση της ποινής των 15 ετών που επιβλήθηκε σε έναν από τους κατηγορουμένους.
Το 1947, ο Κ. Α. Δοξιάδης δημοσίευσε τον αριθμό των 1.436 νεκρών Καλαβρυτινών, χωρίς αναφορά πηγών ή άλλων λεπτομερειών.
Το 1949, ο Δ. Μαγκριώτης δημοσίευσε βιβλίο του κατάλογο 1.450 προσώπων που εκτελέστηκαν από τα γερμανικά στρατεύματα στην Αχαΐα, σε όλο το διάστημα της Κατοχής. Το βιβλίο βασίστηκε σε πληροφορίες του Εθνικού Γραφείου Ερευνών για Εγκλήματα Πολέμου.
Το 1952, η Γερμανίδα Έρενγκαρντ Σαμ επισκέφτηκε τα Καλάβρυτα, όπου την πληροφόρησαν ότι είχαν εκτελεστεί 800-1000 άνδρες. Με βάση αυτούς τους αριθμούς, το γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών συνέταξε ένα υπόμνημα όπου αναφέρεται αριθμός για τα θύματα που οπωσδήποτε ξεπερνά τα 1.000.
Το 1962, και άλλοι επιζήσαντες ανέφεραν, σε ένορκες καταθέσεις τους, αριθμούς θυμάτων μεγαλύτερους από εκείνους που είχαν καταθέσει λίγο μετά το γεγονός. Οι αριθμοί αυτοί, κατά περίπτωση, ήταν «περισσότερα από 1.000 και λιγότερα από 1.500», «περίπου 1.200», «περίπου 1.250».
Το 1980, στο εκκλησάκι κάτω από το μνημείο, τοποθετήθηκαν χάλκινες πλάκες όπου αναγράφονται τα ονόματα 601 θυμάτων των εκτελέσεων της 13ης Δεκεμβρίου. Οι πλάκες αυτές, όμως, περιέχουν και ονόματα ανδρών που έχασαν τη ζωή τους σε άλλες περιοχές και υπό διαφορετικές συνθήκες.
Το 1992, το γερμανικό Ομοσπονδιακό Αρχείο, στη σειρά εγγράφων του Η Ευρώπη στη σκιά του αγγυλωτού σταυρού, αναφέρει 1.300 νεκρούς. Αργότερα, ο αριθμός αυτός υιοθετήθηκε από ελληνικές, αγγλικές και γερμανικές επιστημονικές μελέτες.
Μεταξύ 1992 και 1995, οι Καλαβρυτινοί Α. Δαφαλιάς και Φ. Σαρδελιάνος, μετά από εντατικές επιτόπιες έρευνες, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο αριθμός των νεκρών της 13ης Δεκεμβριου ήταν κάτω από 500.

Εκτός των παραπάνω αριθμών που προέρχονται από αυτόπτες μάρτυρες ή ερευνητές, στο θέμα έχει αναφερθεί κατά καιρούς και ο ξένος (αγγλόφωνος και γερμανόφωνος) Τύπος, με αριθμούς που κυμαίνονται από 511 έως 1.200 θύματα.

Σύμφωνα με το Γερμανό ιστορικό Χέρμαν Φρανκ Μάγερ, οι πραγματικοί αριθμοί εκτελεσθέντων πρέπει να εξαχθούν κυρίως από τα αρχεία της γερμανικής μεραρχίας, καθώς ο επικεφαλής της στρατηγός Καρλ φον Λε Σουίρ είχε δώσει σαφείς εντολές να καταγράφουν με ακρίβεια όχι μόνο τις απώλειες όλων των εμπλεκομένων στις μάχες αλλά και αυτές των θυμάτων από τα αντίποινα εναντίον του άμαχου πληθυσμού. Ότι οι Γερμανοί καταμέτρησαν τα θύματα πριν τους οδηγήσουν στον τόπο εκτέλεσης, επιβεβαιώνεται και από Γερμανό στρατιώτη που ήταν παρών. Έτσι, σε συνδυασμό με τις ελληνικές πηγές, ο Μάγερ καταλήγει στους εξής αριθμούς:

677 άτομα εκτελέστηκαν σε όλη την περιοχή των Καλαβρύτων και των γειτονικών χωριών. Ο αριθμός προκύπτει από τους 696 εκτελεσθέντες που ανέφερε η μεραρχία, αφού αφαιρεθούν οι 12 διαφυγόντες (οι Γερμανοί δεν ήξεραν ότι υπήρχαν διαφυγόντες).. Από αυτούς, τουλάχιστον 143 άνδρες εκτελέστηκαν πριν η μεραρχία μπει στα Καλάβρυτα. Συγκεκριμένα, εκτελέσεις έγιναν στους Ρωγούς (5😎, Κερπινή (37), Άνω και Κάτω Ζαχλωρού (21), Μονή Μεγάλου Σπηλαίου (22) και κοντά στην Κερπινή (5).
Στα Καλάβρυτα, τη 13η Δεκεμβρίου, εκτελέστηκαν 499 άτομα (ο αριθμός προκύπτει αφαιρώντας, από τους 511 της γερμανικής αναφοράς, τους 12 διαφυγόντες).

Άλλες καταστροφές
Το τηλεγράφημα της μεραρχίας αναφέρει πως καταστράφηκαν οι τοποθεσίες Ρωγοί, Κερπινή, σιδ. σταθμός Κερπινής, άνω Ζαχλωρού, Κάτω Ζαχλωρού, Σούβαρδο, Βραχνί, Καλάβρυτα, Μονή Μεγάλου σπηλαίου, Μονή Αγίας Λαύρας, Αγία Κυριακή, Αυλές, Βυσοκά, Φτέρη, Κλαπατσούνα, Πυργάκι, Βάλτσα, Μελίσσια, Μονή Ομπλού, Λαπαναγοί, Μάζι, Μαζέικα, Παγκράτι, Μορόχωβα, Δερβένι, Βάλτος, Πλανητέρο, Καλύβια. Ταυτόχρονα, έγιναν πυρπολήσεις σπιτιών και σε άλλα χωριά τα οποία δεν αναφέρει η γερμανική αναφορά.
Σύμφωνα με την τελική αναφορά της ηγεσίας της μεραρχίας, οι μάχιμες γερμανικές ομάδες άρπαξαν 1.930 πρόβατα, 19 βόδια, 27 ορεινά μικρόσωμα άλογα, 28 γαϊδούρια και 1 άλογο. Οι αρπαγές αυτές έγιναν, σύμφωνα με την ηγεσία της μεραρχίας, για να στερήσουν από τον πληθυσμό τις προϋποθέσεις διαβίωσης.
Στις 28 Δεκεμβρίου 1943, η αναφορά δύο Ελληνίδων νοσοκόμων του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού κάνει λόγο για 360 κατεστραμμένα σπίτια (από τα οποία απόμειναν μόνο οι τέσσερεις εξωτερικοί τοίχοι), εκκλησίες και σχολεία. Διασώθηκαν μόνο 15 σπίτια.
Τον Αύγουστο του 1947, ο Τ. Σπηλιόπουλος, σε κατάθεσή του στην αποκαλούμενη Δίκη των Στρατηγών Νοτιοανατολικού Χώρου, στη Νυρεμβέργη, ανέφερε ότι αρπάχτηκαν 30.000 ζώα, από τα οποία 15.000 πρόβατα και 5.000 άλογα και βόδια.
Το 1946, το ελληνικό Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας ανέφερε σε στατιστική του ότι τα Καλάβρυτα είχαν 700 σπίτια, από τα οποία καταστράφηκαν τα 640.
Το 1946, ο Κ. Α. Δοξιάδης δημοσίευσε χάρτη των Καλαβρύτων ο οποίος είχε καταρτιστεί πριν την καταστροφή, απ’ όπου προκύπτει ότι υπήρχαν 400 περίπου κτίρια, από τα οποία σώθηκε ποσοστό μικρότερο του 10%. Με τους αριθμούς αυτούς συμφωνεί σε μεγάλο βαθμό και ο Α. Δαφαλιάς.

Σύμφωνα με τον Γερμανό ιστορικό Χέρμαν Φ. Μάγερ, ο γερμανικός στρατός πυρπόλησε περίπου 1.000 σπίτια σε πάνω από 50 χωριά από τα οποία τα περισσότερα λεηλατήθηκαν πριν την καταστροφή τους. Επίσης, οι κατοχικές δυνάμεις μετέφεραν στις βάσεις τους περισσότερα από 2.000 πρόβατα και μεγαλύτερα ζώα και έκλεψαν περίπου 260.000.000 δραχμές.

ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΦΡΑΤΖΕΣΚΑ ΝΙΚΑ
Η Φρατζέσκα Νίκα εξιστορεί τις φρικτές εικόνες από το ολοκαύτωμα στα Καλάβρυτα όπως το έζησε η ίδια. Μέρος της συνέντευξης, που είναι από το αρχείο του Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα, μεταδόθηκε στην εκπομπή «η Ελλάδα του Χίτλερ».

Νίκα Φρατζέσκα (Ν.Φ.): Εγκαταστάθηκα στα Καλάβρυτα στις 29 Δεκεμβρίου του 1941, όπου και έμεινα μέχρι τον Μάη του 1944 σε ένα θείο μου, όταν και ήρθα στην Αθήνα. Η ζωή στα Καλάβρυτα το 1942... θυμάμαι ήταν ένας φρικτός χειμώνας. Εκείνο το χειμώνα τον έβγαλα με ένα ζευγάρι λινά παπούτσια, που πήγαινα και ερχόμουνα στο σχολείο. Το δημοτικό σχολείο που έχει γίνει τώρα μουσείο, το είχαν επιτάξει οι Ιταλοί και το είχαν μετατρέψει σε φυλακή. Ήταν ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Το σχολείο είχε μετεγκατασταθεί σε ένα διώροφο σπίτι προς την Καλαβρυτινή. Στην τάξη ήταν περίπου 35 παιδιά, ίσως και παραπάνω.

Δημοσιογράφος (Δ): Πως ήταν τότε τα Καλάβρυτα;

Ν.Φ.: Ήταν ένα μέρος που έσφυζε από κόσμο. Ο κόσμος γλένταγε. Δεν τα έζησα εγώ πριν τα Καλάβρυτα, από ότι έχω ακούσει από διηγήσεις. Γλεντούσαν τη ζωή τους. Απλοί άνθρωποι ήταν στα Καλάβρυτα που κοίταζαν τα παιδιά τους να τα πάνε σχολείο, τις γυναίκες τους να φροντίζουν, την δουλειά τους να κάνουν... Οι πιο πολλοί ήταν αγρότες, κτηνοτρόφοι, είχαν πολλά πρόβατα. Δεν ήταν φτιαγμένοι για να γίνουν ήρωες, απλοί άνθρωποι ήταν. Θυμάμαι όμως πως κάποια παιδιά 20χρονα ή 18χρονα, όταν έγινε το αντάρτικο, φύγανε και ανέβηκαν στο βουνό.

Δ: Τι έγινε την ημέρα του ολοκαυτώματος;

Ν.Φ.: Στα Καλάβρυτα έγινε μία, ας το πούμε, προπαγάνδα. Όταν άνθρωποι, όπως ο γυμνασιάρχης, ο πρόεδρος της κοινότητας κ.α. έχουν παιδιά αντάρτες, τότε ο άλλος κόσμος, ο «απλός», γιατί να φύγει; Ήταν ένα αποκοίμισμα. Όλοι οι άντρες έμειναν μέσα στα Καλάβρυτα. Μιλάω για αποκοίμισμα γιατί οι εχθροπραξίες είχαν αρχίσει από Αύγουστο, όταν κάψανε τα Σουδενά και τα γύρω χωριά. Σε όλα τα μέρη της Ελλάδας, σε όλα τα βουνά της Ελλάδας γίνονταν μάχες. Οι Γερμανοί ξεκίνησαν από το Διακοφτό το Νοέμβρη. Για τις ημερομηνίες δεν είμαι σίγουρη ότι τις θυμάμαι. Δεν είμαι ιστορικός και δεν θέλω να μπλεχτώ σε πολλά πράγματα. Ξεκίνησε ένα τάγμα Γερμανών για να κάνει κάποια ανίχνευση. Στην Κερπίνη οι Γερμανοί δέχτηκαν επίθεση. Αιχμαλωτίστηκαν και στη συνέχεια σκοτώθηκαν περίπου 75 με 80. Οι αντάρτες ήταν ψηλά στα βουνά και οι Γερμανοί περνούσαν από κάτω χωρίς να ξέρουν τον δρόμο. Έχουν ειπωθεί πολλά για αυτή την επίθεση, ακόμα και πως οι Γερμανοί δεν ήταν μάχιμοι. Αμέσως είπαν πως θα υπάρξουν αντίποινα και ο κόσμος θορυβήθηκε. «Θα έρθουν στα Καλάβρυτα; τι θα γίνει στα Καλάβρυτα;», όλοι ανησυχούσαν.

Όσοι από τους Γερμανούς αιχμαλώτους δεν σκοτώθηκαν πήγαν στα Μαζέικα. Εκεί τους «περιποιήθηκαν» και οι Μαζέοι και οι Καλαβρυτινοί. Εμείς εκείνες τις ημέρες δεν πολυβγαίναμε έξω. Αυτή ήταν και η αφορμή. Γιατί όπως μας μάθανε στο σχολείο, άλλα τα αίτια του πολέμου, και άλλες οι αφορμές. Τα αίτια ήταν άλλα και έγινε αυτό το κακό που έγινε. Ο θάνατος των αιχμαλώτων ήταν η αφορμή.

Δ: Μετά από αυτό επικράτησε ανησυχία;

Ν.Φ.: Το χωριό ήταν ανήσυχο πάντα. Δηλαδή όταν ερχόντουσαν οι Γερμανοί, από όσο θυμάμαι από τον θείο μου, φεύγανε οι Καλαβρυτινοί και πηγαίνανε στα βουνά.

Δ: Που πηγαίνατε;

Ν.Φ.: Στα βουνά. Αλλά στις 13 Δεκεμβρίου, δεν ήταν εύκολο να φύγεις και να πας στα βουνά. Μαζεύτηκαν και κάποιοι, κουβέντιασαν, και ο θείος μου γύρισε και μου είπε πως και αποφασίσανε να μη φύγουμε. Άλλωστε πού να πάμε μέσα στον χειμώνα και πού να φύγουμε και δεν ξέραμε και τι θα βρούμε στον δρόμο. Βέβαια οι φήμες πως οι Γερμανοί έρχονται στα Καλάβρυτα ήταν έντονες. Κάθε φορά που οι αντάρτες έδιναν το σύνθημα πως οι Γερμανοί φτάνουν στα Καλάβρυτα, εμείς φεύγαμε. Όταν η πληροφορία δεν επαληθεύονταν τότε επιστρέφαμε. Αυτό γινόταν όλο το καλοκαίρι, μέχρι που έφτασε η μέρα, 9 του Δεκέμβρη, που οι Γερμανοί μπήκαν στα Καλάβρυτα. Ένα τάγμα περίπου 200 στρατιωτών. Μπήκανε από παντού, από τα Μαζέικα, από την Τρίπολη, από το Διακοφτό, από την Πάτρα, κύκλωσαν τα Καλάβρυτα.


Δ: Τι έγινε εκείνη την ημέρα;

Ν.Φ.: Οι Γερμανοί ήρθαν την Πέμπτη, εμείς τουλάχιστον κλειστήκαμε στα σπίτια μας, κάποιοι άλλοι κυκλοφορούσαν. Εμένα δεν με άφηνε ο θείος μου να βγω έξω, κι εκείνος κλείστηκε στο σπίτι, φοβόταν όλες τις μέρες. Φοβόταν πάρα πολύ. Νομίζω ότι την πρώτη μέρα βρήκανε τρεις αιχμαλώτους που είχαν σκοτώσει οι αντάρτες και τους είχαν πετάξει σε ένα πηγάδι. Κάποιος μαρτύρησε πού είναι. Και τους βγάλανε να πάνε να τους θάψουνε. Και πήγανε όλοι, οι άντρες τουλάχιστον, στην κηδεία τάχα μου, που κάνανε οι Γερμανοί. Μετά κάνανε κάποια συγκέντρωση και μίλησε ένας Γερμανός και είπε ότι εμείς δεν ήρθαμε εδώ να κάνουμε καμιά ζημιά. Ήρθαμε φιλικά, είπε και κάτι τέτοια. Κάπως καθησυχαστήκαμε. Όμως τις επόμενες ημέρες συνεχίσαμε να είμαστε κλεισμένοι μέσα στα σπίτια μας, περιμένοντας να μάθουμε πως έφυγαν. Ανοίγαμε τα παντζούρια και ρωτούσαμε ο ένας τον άλλον αν έχει μάθει πότε θα φύγουν. Εν τω μεταξύ όλες τις μέρες αυτές, οι Γερμανοί είχανε βάλει πολυβόλα στην Αγία Βαρβάρα, παντού, δηλαδή γύρω στα βουνά και χτυπούσαν κάθε τόσο, άκουγες τα πολυβόλα και δεν ήξερες τι γίνεται έξω.

Μετά άρχισαν να καίνε σπίτια ανταρτών. Κάψανε και το ξενοδοχείο τον Χελμό, γιατί εκεί κρύβονταν αντάρτες. Ενός αντάρτη το σπίτι δεν το έκαψαν γιατί είχε δίπλα σπίτια και δεν ήθελαν να προκαλέσουν κάποια ζημιά σε αυτά. Τελικά αποφάσισαν να το γκρεμίσουν. Θέλω να πω πως χτυπόυσαν μόνο τα σπίτια των ανταρτών.

Κάποιοι που γνώριζαν γερμανικά, όπως η κόρη του διευθυντή των φυλακών στα Καλάβρυτα, όπου είχαν εγκατασταθεί οι Γερμανοί, ξέρανε πως θα υπάρξουν εκτελέσεις. Όπως μου είπε ο αδερφός της, ένας από τους Γερμανούς, μία ημέρα πριν, την προειδοποίησε για το ολοκαύτωμα. Της είπε να πάρει τον πατέρα της και να φύγουν γιατί αύριο βράδυ θα σκοτώσουν όλους τους άντρες. Η ίδια το είπε στον πατέρα της και αυτός με τη σειρά του ενημέρωσε τον γιατρό, τον Χάμσα. Όμως ο γιατρός δεν τον πίστεψε. Άλλωστε ήταν και νύχτα που να πάνε. Τα πολυβόλα ήταν παντού γύρω και ακούγονταν όλη τη νύχτα. Δηλαδή δεν μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι οι Γερμανοί θα σκοτώναν όλους τους άνδρες. Ήταν ασύλληπτο. Δηλαδή να σκοτώσουν όλους τους άνδρες, από 13 χρονών παιδιά; Δεν το βάζεις καν στο μυαλό σου. Μα γιατί, για ποιο λόγο; Άντε να πάρουν από το σωρό και να σκοτώσουν 50, 100. Όλους τους άντρες; Από 13 χρονών μέχρι 80. Μεί�