Oταν κοιτας απο ψηλα

Day 1,719, 14:47 Published in Greece Greece by Zi spiderwoman



Το δάσος σκοτείνιασε. Άρχισε να φυσάει δυνατά. Σύντομα θα πέφτανε και οι πρώτες ψιχάλες οι οποίες, χωρίς δόλο, θα κατέστρεφαν τους κόπους της αράχνης, τον αστραφτερό εκείνο ιστό που επί μέρες ύφαινε.
Όμως αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά σε όσα έμελε να συμβούν στη μικρή εργάτρια. Εκείνη την ώρα όλα τα έντομα του δάσους είχαν μαζευτεί στο άγαλμα της ρέγγας. Κατέθεταν στεφάνια προς τιμήν της. Είχε περάσει ένας χρόνος από την επίσκεψή της και λίγες μόνο μέρες από τη μαύρη μέρα που οι κεφάλες οι πίθηκοι της στέρησαν τη ζωή.
Η αράχνη είχε πλέξει ένα στεφάνι ανάλογο του μεγέθους της, με νήματα και κάθε λογής πολύχρωμα κομματάκια τα οποία μάζεψε προσεκτικά από τον ιστό της. Ήταν τα φτερά των πεταλούδων που ακόμη δεν είχαν χάσει τη λάμψη τους.
Αυτό το πολύχρωμο μαξιλαράκι με το πρώτο φύσημα του αέρα εκτοξεύθηκε ψηλά. Στροβιλίστηκε για λίγο πάνω από τη ρέγγα και στη συνέχεια το ρεύμα σχεδόν το ρούφηξε, μέσα σε δευτερόλεπτα. Μόνο μερικά ζουζούνια πρόλαβαν να το δουν να απομακρύνεται.
Η αράχνη τα 'χασε. Δεν καταλάβαινε τι είχε συμβεί. Το μόνο που γνώριζε ήταν πως ζαλιζόταν.
Αμέσως μετά ένιωσε μόνη. Πολύ μόνη! Προσπάθησε να καταλάβει γιατί. Δεν μπορούσε να διακρίνει καλά τι υπήρχε γύρω της. Μόνο αυτό το φοβερό συναίσθημα μοναξιάς αναγνώριζε. Θυμήθηκε πως το είχε ξανανιώσει μια φορά , τότε που έπεσε από την κορυφή του δέντρου της.
Πολύ παράξενο, σκέφτηκε. Και τότε άρχισε να βλέπει. Διέκρινε τις κορυφές των δέντρων, όμως αυτή βρισκόταν πολύ πάνω από αυτές! Πετούσε! Φυσικά εκείνη τη στιγμή δεν ήταν σε θέση να αναλύσει τα γεγονότα, λίγη ώρα μετά όμως, όταν η πτήση της τελείωσε, βρέθηκε γαντζωμένη στη φωλιά ενός πελαργού και εκεί είχε το χρόνο να σκεφτεί για το συναίσθημά της. Ο Πελαργός ο ταξιδιάρης θα βοηθούσε σε αυτό.
Οι δυό τους ξημερώθηκαν μιλώντας. Αυτός, μετανάστης απ' το Νότο, είχε χάσει από κεραυνό τη γυναίκα του στην πτήση. Γι' αυτό και ενθουσιάστηκε μόλις είδε την αράχνη. Είχε τόσα να πει, όμως δεν είχε κανέναν να τον ακούσει, της είπε. Της αράχνης της άρεσε να ακούει. Κι έτσι του ξεκίνησε τις ερωτήσεις από τα πρώτα του χρόνια. Τα πρώτα του φτερουγίσματα.
“ Όταν πετάς τις πρώτες φορές, αν και γνωρίζεις πως είσαι υπό την επίβλεψη των γονιών σου, νιώθεις έντονα μόνος. Σε πλημμυρίζει τόσο αυτό που δεν βλέπεις την ομορφιά που ξετυλίγεται γύρω σου. Μετά από 4-5 πετάγματα όμως αυτό το συναίσθημα αρχίζει να υποχωρεί και παίρνει τη θέση του κάτι άλλο. Από μόνος αρχίζεις να νιώθεις μοναδικός! Μοναδικός για τον εαυτό σου και και για τους άλλους. Ξεχωρίζεις! Βουτάς, υψώνεσαι, ορμάς, είσαι το κάτι άλλο!
Αυτό κρατάει καιρό. Για κάποιους ίσως να κρατάει και για πάντα. Είναι οι συγκυρίες που θα βρουν τον καθένα που καθορίζουν τη διάρκεια. Όμως, όσοι δεν ξεπεράσουν αυτό το στάδιο Αράχνη, χάνουν το νόημα της ζωής. Γιατί δεν βλέπουν την ομορφιά, την απεραντοσύνη, το μεγαλείο που ξετυλίγεται στα μάτια τους με κάθε τους πέταγμα. Δεν είμαστε εμείς οι μοναδικοί Αράχνη, αλλά η ζωή μας! Αν διαλέξεις να καλύψεις τα μάτια σου θα χάσεις. Τι θα χάσεις, δεν μπορώ να περιγράψω. Είναι πολλά μαζί, που σε κάνουν να νιώθεις μικρός . Και αυτό τελικά σε κάνει καλύτερο. Σου εύχομαι μια μέρα να το νιώσεις. ”
Ο ήλιος άρχισε να ανατέλλει. Η αράχνη ξεφύσησε και σκαρφάλωσε στο πόδι του πελαργού. Ο διαλυμένος ιστός της βρισκόταν δυτικά, όπου και κατευθύνθηκαν. Δυστυχώς για την αράχνη, δεν επρόκειτο ποτέ να νιώσει αυτό για το οποίο της μίλησε ο πελαργός. Η ζωή στο δάσος της συνεχιζόταν και την περίμενε σκληρή δουλειά ώσπου να υφάνει νέο ιστό.