HMEPOΛOΓIO KATAΣTPΩMATOΣ HMEPA 1258

Day 1,863, 10:58 Published in Greece China by Darth Kane

Πάει καιρός από τότε. Οι καιροί έχουν αλλάξει, και λίγα έχουν μείνει πίσω για να μου θυμίζουν εκείνο τον καιρό. Θυμάμαι την πρώτη φορά που άκουσα τον ήχο της μάχης. Ήμασταν λίγοι και είχαμε λίγα. Ήμασταν ευτυχισμένοι όμως. Γιατί ήμασταν ένα. Υπήρχε σκοπός και ιδανικό. Τώρα, μια εδώ και μια εκεί, από τα λίγα που μου έχουν μείνει είναι το μυαλό μου και η καρδιά μου, και όσοι υπάρχουν εκεί μέσα.

Επέστρεψα στην Θράκη. Περπατώντας στα σκοτεινά στενά της παλιάς πρωτεύουσας, πέρασα από τον Φάρο. Το φως του αντανακλούσε στα σπίτια και έδειχνε τον δρόμο στα καράβια. Το δικό μας ήταν αραγμένο από κάτω στο λιμάνι. Δίπλα το πολεμικό νεκροταφείο, και μέσα όλοι οι ήρωες που πια δεν είναι ανάμεσα μας για να χαρούν την Δημοκρατία που αγωνίστηκαν να χαρίσουν στους συνΈλληνες τους και τους απόγονους τους. Μπαίνω μέσα. Περπατώντας δεξιά από την είσοδο αντικρύζω το κενοτάφιο του Nicolae Carpathia, αλλά δεν στέκομαι, συνεχίζω παρακάτω. Φαντάζομαι τον εαυτό μου ανάμεσα τους και δεν θλίβομαι, θα το θεωρούσα τιμή να έπεφτα κι εγώ δίπλα τους, σε κάποια μάχη που σίγουρα θα δίνανε τα πάντα για να κερδιθεί, με οποιοδήποτε κόστος, ακόμη κι αν δεν είχαν τα απαραίτητα για την επόμενη μέρα. Άραγε τι να την κάνεις την επόμενη μέρα όταν δεν έχεις πατρίδα; Αξίζει πραγματικά αν ζεις και να αναπνέεις ξένο αέρα; Πνίγομαι στην σκέψη και γονατίζω κοντά σε έναν τάφο. Είναι κρύος αλλά σηκώνω το κεφάλι μου και κοιτάω το όνομα αυτού που είναι θαμμένος εκεί. Ο Νίκος, αν είναι δυνατόν. Θυμάμαι, αναγνωρίζω, και ξαφνικά μια θέρμη κατακλύζει το κορμί μου. Είναι άραγε το πνεύμα του; ή η ανάμνηση της θέρμης της μάχης; Με τον Νίκο είχαμε γνωριστεί στην μάχη του Αιγαίου, μια ζεστή μέρα του Αυγούστου. Ξαφνικά στο κεφάλι μου αντηχούν οι κραυγές και η βουή της μέρας εκείνης.

Κοιτάω δίπλα, το όνομα δεν φαινόταν καλά, αλλά η επιγραφή δεν είχε ξεθωριάσει. Ανάμεσα από το ξεθωριασμένο όνομα και μια επιγραφή βλέπω το έμβλημα των Ακριτών, ένα Άλφα κεφαλαίο με δυο σταυρούς. Η μνήμη μου αυτή τη φορά με προδίδει, δεν μπορώ να θυμηθώ τον συναγωνιστή μου, αλλά το βλέμμα μου επικεντρώνεται στην επιγραφή:

Νόμιζε την πατρίδα οίκον , τους δε πολίτας εταίρους.
Ξενοφών


Είναι έτσι; αναρωτιέμαι.

Πότε ήταν η τελευταία φορά που νιώσαμε σπίτι μας την πατρίδα; και πότε νιώσαμε αδέρφια μας, εταίρους τους συμπολίτες μας; Ήταν τόσο ιδανικό και ψεύτικο αυτό; ή η τωρινή ζωή μας είναι το ψέμμα; δεν μπορώ να το ξέρω, και ούτε θέλω, εξοργίζομαι, φωνάζω. Κάποιοι συναγωνιστές μου με ακούν και έρχονται να με βρουν. Με ρωτάνε τι έχω. Τι να έχω; Δεν απαντώ, δεν αξίζει ίσως να απαντήσω. Μου λένε ότι πρέπει να επιστρέψουμε στο καράβι, σε 2 ώρες θα ξεκινούσαμε για Νότια, καθώς η εγκατάσταση στην Θράκη θα ήταν επικίνδυνη ακόμη. Δακρύζω, δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν μπορώ να σταθώ στην πατρίδα μου, το χώμα που πατώ είναι αυτό που με έφτιαξε, είναι αυτό στο οποίο θα ήθελα να επιστρέψω. Συγκρατούμαι και ανασηκώνομαι, κάποιος μου χτυπάει την πλάτη και μου λέει ότι θα κερδίσουμε, να μην προβληματίζομαι. Όλα κύκλος είναι του λέω, δεν θα τελειώσει τίποτα και ποτέ.

Τρια εχθρικά αεροπλάνα περνάνε από πάνω μας σφυρίζοντας, τρέχουμε πίσω, στο βάθος, πέρα από την Σαμοθράκη προς την Μαρώνεια, λάμψεις από βόμβες και μια απόμακρη βουή με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Για μια στιγμή, ήμουν σε ένα παράλληλο σύμπαν, ηρεμίας και ησυχίας. Ώρα να επιστρέψουμε, δεν μας παίρνει άλλο.

Λίγη ώρα αργότερα είμαι στο γραφείο μου. Το ημερολόγιο μου λέει 1258. Αύριο δεν ξέρω που θα είμαι, και δεν με νοιάζει. Δεν έχει σημασία πλέον.