Ο ΜΠΟΓΟΣ by stefen

Day 1,728, 14:36 Published in Greece Greece by Stan CCCP

Πάντα του άρεσε να ταξιδεύει με το τρένο. Όταν λοιπόν κατέβαινε στο χωριό για να δει τους δικούς του, γύριζε με το τρένο. Ειδικά τώρα που η βενζίνη είχε φτάσει στα ύψη, χώρια τα διόδια. Είχε βέβαια να κουβαλάει το μπόγο με τα φιλέματα αλλά «τι να κάνεις εκεί μας έφτασαν οι προδότες πολιτικοί» σκεφτόταν.

Το μεγάλο πρόβλημα δεν ήταν, όμως ο μπόγος που κουβάλαγε. Το πρόβλημα ήταν, όλες αυτές οι μαυριδερές κατσαρίδες που ταξίδευαν μαζί του. Αυτοί οι λαθραίοι που κατέβαιναν από τον Εβρο με τους ίδιους μπόγους σαν τον δικό του. Παράσιτα που ήταν υπεύθυνα, για όλα τα δεινά των καιρών μας. Βίαζαν έκλεβαν σκότωναν, πούλαγαν ναρκωτικά.

Δεν ήταν ρατσιστής, άλλωστε στο χωριό είχαν κάτι Πακιστανούς, χρόνια τώρα που δούλευαν στα χωράφια και πρόσεχαν τους γέρους. Ποιος άλλος θα το έκανε, όταν όλοι οι νέοι είχαν μετακομίσει στις πόλεις, διορισμένοι οι περισσότεροι, σαν τον ίδιο, στο Δημόσιο;

Ο κόμπος είχε φτάσει στο χτένι. Επρεπε ο Ξένιος Δίας να είχε μπει σε εφαρμογή, χρόνια τώρα. Και δεν καταλάβαινε γιατί κάποιοι αντιδρούσαν. Όπως τότε, Σταδίου και Κολοκοτρώνη. Μια ομάδα ΔΙΑΣ κυνηγούσε ένα μαυριδερό, με καμιά εικοσαριά μαϊμούδες τσάντες περασμένες στα μπράτσα. Η μηχανή είχε ανέβει το πεζοδρόμιο και όταν τον πλησίασε, αυτός που καθόταν πίσω από τον οδηγό, άπλωσε το πόδι. Τον βρήκε λίγο πιο κάτω από την μέση. Ο μαύρος έπεσε θεαματικά στις πλάκες. Το πρόσωπό του γέμισε αίματα. Οι τσάντες σκορπίστηκαν στο πεζοδρόμιο.
Γέλασε και ήταν έτοιμος να χειροκροτήσει και να δώσει συγχαρητήρια στα παλληκάρια. Ομως συνειδητοποίησε ότι οι περαστικοί που μαζεύτηκαν αμέσως, δεν είχαν την ίδια διάθεση. Ταυτόχρονα, έφτασαν στο σημείο άλλες τρεις μηχανές και οι αναβάτες σχημάτισαν κλοιό γύρω από τον μαύρο που ήταν σωριασμένος κάτω και δεν κουνιόταν. Δεν άφηναν κανέναν να πλησιάσει, να του δώσει λίγο νερό. Κάποιος σήκωσε το κινητό να τραβήξει φωτογραφίες. Τον απείλησαν με σύλληψη. Στις εκλύσεις για να καλέσουν ασθενοφόρο, απαντούσαν ότι ο μαύρος κάνει θέατρο, απλώς άνοιξε η μύτη του. Οταν άρχισαν σχεδόν όλοι να φωνάζουν και να διαμαρτύρονται, εδέησαν να αφήσουν μια κοπέλα να του δώσει λίγο νερό και να τον βοηθήσει να ανασηκωθεί. Πραγματικά δεν τους καταλάβαινε όλους αυτούς, μα δεν αγαπούσαν την πατρίδα; Αχάριστοι.

Βυθισμένος σ’ αυτές τις σκέψεις, ούτε κατάλαβε πως έφτασαν στον σταθμό Λαρίσης. Κατέβηκε φορτωμένος τον μπόγο και κατευθύνθηκε προς την Κωνσταντινουπόλεως, όπου είχε αφήσει το αυτοκίνητο. Γύρω του οι μαυριδερές κατσαρίδες σχεδόν έτρεχαν. Δεν κατάλαβε γιατί. Σήκωσε το χέρι και χαιρέτησε τα μαύρα t-shirt με τα χρυσά γράμματα στο απέναντι πεζοδρόμιο. Δευτερόλεπτα πριν νιώσει το άρβυλο λίγο κάτω από την μέση του και σωριαστεί με τη μούρη στο πεζοδρόμιο, άκουσε μια καμπάνα να κτυπά.
Ο μπόγος φταίει γαμώτο και οι πολλές ώρες ξάπλα στον ήλιο, σκέφτηκε