Το μέλι απ' τις ανθισμένες φράουλες

Day 3,903, 16:26 Published in Greece Greece by Chaos0



Όταν πριν πολλά - πολλά χρόνια ήμουν νέο παιδί, στα 16 με 17 μου, είχα δει ένα ντοκυμαντέρ για την Αφρική. Μου είχε κολλήσει μια φράση του σχολιαστή του στο μυαλό για "το μέλι από τις ανθισμένες φράουλες". Και με τον παρορμητισμό της νιότης, έφτιαξα ένα στιχούργημα με ότι μου έβγαινε τότε συνειρμικά από τις ειδήσεις που έρχονταν για τους εκεί φυλετικούς και πολιτικούς πολέμους.
Κάπως, τα όσα έγιναν στην Αττική αυτή την τελευταία βδομάδα μου το θύμισαν' αν και δεν είναι πολύ σχετικό.
Ας είναι, έψαξα και το βρήκα σε κάποια ιστοσελίδα όπου το είχα μεταφέρει, το έκανα Αντιγραφή και το παραδίδω εδώ στην κρίση σας. Ζητώ την επιείκεια σας, καθώς είναι εφηβικό πόνημα...





Το μέλι απ' τις ανθισμένες φράουλες

αγνότητα

Μαζεύαμε το μέλι από τις ανθισμένες φράουλες αγαπημένη
συντροφευμένοι ο ένας με τον άλλον σε μιά ένωση
που χαίρονται όσοι μέλλουν να γίνουν άνθρωποι.
Τα δάση με τους βαθειούς τους ίσκιους τα γνωρίσαμε αντάμα
μέχρι το τελευταίο λουλούδι,
μέχρι την πιό απόκρυφη σπηλιά,
μέχρι το πιό μικρό ποτάμι.
Τα λουλούδια έγιναν στεφάνια στα μαλλιά μας,
οι σπηλιές στέγασαν την αγάπη μας,
τα ποτάμια καθάρισαν τα κορμιά και σβήσανε την δίψα μας.
Γνωρίσαμε εκείνα που άδικα ψάξανε οι σοφοί να βρούνε
αιώνες τώρα σκαλίζοντας τα σκοτεινά μυστήρια.
Στα μονοπάτια του δάσους
χαράχτηκαν τα ίχνη απ' τα πατήματά μας,
στα δέντρα έμειναν τα ονόματά μας,
το χορτάρι έγινε κρεββάτι μας.
Χαρήκαμε ο ένας με τον άλλον
κι ο ένας γιά τον άλλον.
Βρήκαμε την ευτυχία κάνοντας ο ένας τον άλλο ευτυχισμένο.


θρήνος

Οι μέλισσες δεν ξανάκαναν μέλι
από τις ανθισμένες φράουλες του δάσους.
Οι αγριοκερασιές κι οι βατομουριές
σταμάτησαν να δίνουν τους καρπούς
που μας θρέψανε τους καλούς καιρούς
που τόσο μοιάζουν τώρα απομακρυσμένοι.
Το χορτάρι που φιλόξενα βάσταξε το βάρος των κορμιών μας
πατήθηκε και ξερριζώθηκε.
Φωλιές γιά μηχανές θανάτου έγιναν οι ήσυχες σπηλιές μας
και τα ποτάμια μας βρώμικα πιά και λασπωμένα
κατεβάζουν πτώματα από ανθρώπους και ζώα.
Θρηνήσαμε τον ερχομό της συμφοράς
μέχρι που τέλειωσε στα στήθια μας ο αέρας.
Κλάψαμε την χαμένη ευτυχία
μέχρι που τέλειωσε η υγρασία στα μάτια μας.
Σκοτείνιασε η καρδιά και σβήσαν οι ελπίδες από το μυαλό μας.
Ικετέψαμε γνωστούς και άγνωστους θεούς
να μας αφήσουν να ξαναφτιάξουμε τα γκρεμισμένα
ν` αποτραβήξουν τον χαμό από τους τόπους της χαράς μας.
Μας απάντησε η σιωπή'
και φλόγες απ` τον ουρανό που σκέπασαν το δάσος.
Τα δέντρα όπου γράψαμε τα ονόματά μας
τα λουλούδια που στεφάνωσαν τα μαλλιά μας
το χορτάρι που δέχτηκε τα κορμιά μας
έγιναν στάχτη και καπνός.
Τα πουλιά που το τραγούδι τους ηχούσε το πρωϊ,
χαιρετισμός στον ήλιο που σηκωνόταν στον ορίζοντα,
πέταξαν μακρυά απ` την καταραμένη γη.
Η δύση που κάποτε γέμιζε φλόγες,
χαιρετισμός στον ήλιο που έπεφτε στον ορίζοντα,
καιγόταν τώρα μέρα - νύχτα απ` τις φωτιές του ουρανού.
Κι η δυστυχία φώλιασε μέσα μας αγαπημένη'
γιά μας και τον λαό μας.


οργή

Ο καιρός που λεύτερα μαζεύαμε
το μέλι από τις ανθισμένες φράουλες
χαράχτηκε βαθειά μες το μυαλό μας.
Τα παρακάλια στους θεούς τέλειωσαν πριν από τα δάκρυα.
Οι φλόγες τ` ουρανού βάλαν φωτιά και στην καρδιά μας.
Τα μάτια έγιναν μιά σκοτεινιά, ο φόβος γυρίστηκε σε μίσος.
Μα και το μίσος άχρηστο σωρρεύτηκε στα στήθια
ανήμπορο μπροστά στον θάνατο.
Μαζεύτηκε κι ωρίμασε στα στήθια μέσα
καθώς θωρούσαμε τα καμμένα δέντρα, τις στερεμένες νεροπηγές
και τις σπηλιές που κρύβαν τώρα μηχανές θανάτου.
Μαζεύτηκε, ωρίμασε και έγινε ένας ψυχρός θυμός
μιά άσβεστη πανίσχυρη φωτιά
που έκαιγε τα σωθικά και πάγωνε τα πρόσωπά μας.
Ίσκιοι μεγάλοι σκεπάσανε τον ήλιο
και η απόφαση κυρίευσε το είναι.
Σφραγίστηκε τελειωτικά ότι κάποτε ήταν η ψυχή μας.
Και κινήσαμε έτσι, σαν ίσκιοι μεγάλοι με κλειστή ψυχή,
να γυρίσουμε στο δάσος.
Σαρώθηκε και σκάφτηκε η γη σε τούτη την επιστροφή.
Δίπλα στα δέντρα καίγονταν τώρα και οι σπηλιές.
Τα στερεμένα ποτάμια δεν κατέβαζαν πιά τους νεκρούς
κι αυτοί σωριάζονταν στις όχθες.


δημιουργία

Το μέλι από τις ανθισμένες φράουλες έγινε μιά θύμηση
κλεισμένη στις μνήμες εκείνων που ζήσαν και επέζησαν
στα χρόνια της φωτιάς.
Έγινε ένα παραμύθι στο στόμα των παιδιών
παρμένο απ` τα σφιγμένα χείλη των νεκρών.
Σαν τέλειωσ` η επιστροφή το δάσος ήταν πιά μιά έρημος
που άπλωνε σε ότι έφτανε το μάτι.
Στάχτη και σκόνη ανάδευε ο αέρας
πάνω από εκτάσεις ισοπεδωμένες
που κόβονταν απότομα από τεράστιους λάκκους.
Τεράστιοι λάκκοι όμοιοι με πατημασιές γιγάντων
έδειχναν που βρίσκονταν παλιά οι σπηλιές που είχαν γίνει σπίτια μας
και τα μονοπάτια που είχαμε περάσει τραγουδώντας.
Κληρονομήσαμε την έρημο γιά μας και τα παιδιά μας.
Σ` αυτήν επάνω χτίστηκε ένας καινούργιος κόσμος.
Είχαμε γνωρίσει τις μηχανές του θανάτου
μέσα στις ήσυχες σπηλιές μας.
Μας έμαθαν πως μιά μηχανή κάνει δουλειά πολλών ανθρώπων'
γιά θάνατο ή γιά ζωή.
Χιλιάδες μηχανές δούλευαν τώρα αδιάκοπα μέρα και νύχτα
μέσα σε τεχνητές σπηλιές γιά μας και τον λαό μας.
Τον έτρεφαν, τον έντυναν, τον κράταγαν ζεστό ή δροσερό,
φρόντιζαν να τον διασκεδάζουν.
Τέτοια είναι η ζωή που φτιάξαμε
δουλεύοντας πάνω στην έρημο
μέσα στην στάχτη και την σκόνη.
Και τα παιδιά μας μεγαλώνουν μες τα μεγάλα κτίσματά μας
εκεί που βρίσκονταν η έρημος' και πιό παλιά το δάσος.


τέλος

Ποτέ δεν έγινε ξανά
μέλι από τις ανθισμένες φράουλες
κι ούτε ξανάδαμε πια δάσος.