Ars Noctis

Day 2,241, 20:12 Published in Greece Greece by Asterios C


Αργά το βράδυ και γι' άλλη μια φορά δεν είχα ύπνο. Μια ενέργεια, άγνωστης προέλευσης, μα θαρρείς τόσο βλοσυρή όσο κι ο άναστρος ουρανός έξω απ' την μπαλκονόπορτα, διέτρεχε ηλεκτροφόρα κάθε μου σπιθαμή. Με δυσθυμία αναγνώρισα στα τρεμάμενά μου χέρια το προαιώνιο ανακλαστικό μάχης ή φυγής. Αυτόν τον ενσωματωμένο συναγερμό επιβίωσης που μεμιάς σε κάνει υπεράνθρωπο και σε συνθλίβει. Υπερδραστήριος λοιπόν εξ' ανάγκης, άνοιγα κι έκλεινα μηχανικά τα συρτάρια του γραφείου. Έτσι, χωρίς να ψάχνω. Όχι τουλάχιστον για οτιδήποτε που θα θελα να ομολογήσω στον εαυτό μου. Απλώς σκέφτηκα πως θα 'ταν πιο ασφαλές απ' το ψυγείο. Εκεί όλο και κάποια παραμονεύει σοκολάτα και ποιος μαζεύει το κουράγιο ν' αντισταθεί, όταν ήδη αντιπαλεύει τη νύχτα;

Τα μάτια, ενώ έτσουζαν από το λιγοστό βλεφάρισμα, αρνιούνταν εγωιστικά να παραδοθούν στο όνειρο. Γυρόφερναν εκστατικά πίσω απ' τα γυαλιά μου, ανήμπορα όμως να συλλάβουν κάποιο ερέθισμα ή να μεταφέρουν κάποια σημαίνουσα πληροφορία. Κι αυτό τα πείσμωνε. Ώσπου στο τελευταίο συρτάρι εντόπισαν κάτι παλιές ξυλομπογιές! Εικοσιτέσσερα χρωματιστά μολύβια, έγραφε το ταλαιπωρημένο τους κουτί. Μ' ένα νοερό υπολογισμό, αρκετά πολύπλοκο κι επίπονο για έναν άυπνο εγκέφαλο, συνειδητοποίησα πως αν ήταν όλα τους ακόμη μέσα, θα είχα ένα για κάθε ώρα της ημέρας. Για κάποιο λόγο αυτή η διαπίστωση πήρε για λίγο διαστάσεις επιφοίτησης. Έμοιαζε φανέρωση κάποιας αλήθειας κοσμογονικού διαμετρήματος. Δεν ασχολήθηκα όμως άλλο.

Εντελώς ασυνείδητα, αναποδογύρισα το κουτί. Ένας θορυβώδης καταρράκτης δυνητικής δημιουργίας ξεχύθηκε ορμητικός. Ξαφνιάστηκα. Δεν ξέρω αν ήταν που τόλμησα να φέρω τα πάνω-κάτω ή που λειτουργούσε ακόμη η βαρύτητα. Ελάχιστη σημασία όμως είχε. Τώρα κυνηγούσα το κόκκινο που κατρακυλούσε βιαστικό στο κρύο πάτωμα. Το τσάκωσα λίγο αργότερα στη βάση της μονάδας του υπολογιστή και το κράτησα σφιχτά στην παλάμη. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα παντοδύναμος. Αν ήταν ραβδί μαγικό ή φονικό εγχειρίδιο το ξέραν μοναχά τα δάχτυλα. Δοκίμασα διστακτικά τη μύτη με τον αντίχειρα. Δε με τσίμπησε και το πήρα για δείγμα πως με συμπάθησε κι ήθελε να παίξουμε. Δε θα του χαλούσα χατίρι.

Έκατσα οκλαδόν πλάι στη στοίβα με τα χρώματα, πήρα χαρτί και κρέμασα τη γλώσσα. Τότε συνέβη: όσα κρατούσε με κόπο το μυαλό από αυταρέσκεια ή ένστικτο αυτοσυντήρησης ξεχύθηκαν και γίνηκαν κόκκινες αδρές γραμμές. Ζωγράφιζα λυτρωτικά και με μανία. Περνούσα τις γραμμές μου ξανά για να στεριώσουν. Χάιδευα το χαρτί τρυφερά με τα ακροδάχτυλα. Ύστερα ήρθανε τα μπλε, τα τυρκουάζ και τα γαλάζια. Ήρθανε και φέρανε θάλασσα να σβήσουν τα κοκκινάδια. Έφερα κι εγώ αντίποινα τα γκρίζα και τα μπλαβιά, να συνάξουν σύννεφα, να τα τρομάξουν. Βροχή και μούσκεψα ολόκληρος. Πριν αποκοιμηθώ -απελεύθερος πια, πάλι το κόκκινο βαστούσα. Αυτό τελικά με έσωσε απ' τη νύχτα.

#ανάγκη #απολύτρωση #αϋπνία #έκφραση #ξέσπασμα #πολύχρωμος #σκίτσο #τέχνη