Σημειώσεις Οικονομικής Ιστορίας. Ο τραπεζικός τομέας της Ελλάδας τον 19ο αιώνα.

Day 3,981, 10:45 Published in Greece Greece by GeorgeIV

Καλησπέρα και καλό σαββατοκύριακο σε όλη την κοινότητα της eGreece.

Όταν μιλάμε για την οικονομία μιας σύγχρονης καπιταλιστικής χώρας, τότε ο τραπεζικός τομέας αποτελεί έναν από τους πλέον σημαντικούς πυλώνες της. Σήμερα θα μιλήσουμε για το πως αναπτύχθηκε ο τραπεζικός τομέας στην Ελλάδα μέχρι το 1900.

Γιατί είναι σημαντικές οι τράπεζες για μια οικονομία; Από πότε γνωρίζουμε την ύπαρξη τραπεζών με την σημερινή έννοια;

Από τα έτη των Σουμερίων υπάρχουν καταγραφές για αποπληρωμή χρεών, σε πινακίδες που μας έχουν διασωθεί από το 6000-6500 π.Χ. περίπου. Ωστόσο, για να είμαστε ειλικρινείς, τέτοιου τύπου συναλλαγές παραπέμπουν σε πρακτικές τοκογλυφίας οι οποίες δεν έχουν ουσιαστικά σχέση με τις σημερινές τράπεζες (πιστέψτε με δεν είναι το ίδιο). Οι πρώτοι τραπεζίτες που έχουμε σαφή τεκμηριωμένα στοιχεία (δηλαδή να δανείζουν χρήματα, να έχουν καταθέσεις και να εκτελούν χρέη αργυραμοιβού, δηλαδή μιας υπηρεσίας που ανταλλάσσει νομίσματα σε τίμια ισοτιμία κρατώντας ένα ποσοστό προμήθειας) έχουμε από την εποχή της κλασσικής Αθήνας, όπου την εργασία αυτή συνήθως αναλαμβάνουν δούλοι πλούσιων εμπόρων, οι οποίοι έβγαζαν μεγάλα κέρδη, συνήθως εξαγόραζαν την ελευθερία τους και κάποιοι από αυτούς τάφηκαν με τιμές ως πλούσιοι και σημαντικοί άνδρες. Οι Τραπεζίται λοιπόν υπήρχαν από την αρχαία Αθήνα χοντρικά.Οι τράπεζες προσέφεραν μια σειρά από υπηρεσίες οι οποίες μπορούν να βοηθήσουν την οικονομία. Δέχονται καταθέσεις συνήθως με τόκο (κάποτε ήταν μεγαλύτερος), βοηθούν στην ασφάλεια των συναλλαγών, ενώ με τις καταθέσεις αυτές χρηματοδοτούν μέσω δανειοδότησης άτομα και επιχειρήσεις (σήμερα το ευρωπαϊκό όριο σχέσης καταθέσεων/ δανειοδοτήσεων είναι ή 1 ή 2% σε καταθέσεις αν θυμάμαι καλά). Δεν θα μπω στην λογική να συγκρίνω λογική Βαρουφάκη και Τραπεζών. Πιστεύω πως υπάρχουν άλλοι που μπορούν να το εξηγήσουν καλύτερα.

Ας επιστρέψουμε για άλλη μια φορά στο 1830. Την περίοδο όπου ο Καποδίστριας προσπαθεί να στήσει το ελληνικό κράτος με δυτικές βάσεις. Μία από τις πρώτες του κινήσεις είναι η προσπάθειά του να ιδρύσει τράπεζα. Οι λόγοι ήταν πολλοί και είχαν να κάνουν τόσο με την κυκλοφορία του χρήματος εντός της χώρας, την δημιουργία κεφαλαίων, τον εκχρηματισμό της οικονομίας γενικότερα. Ο Εϋνάρδος φίλος του Καποδίστρια από την εποχή που ο τελευταίος βρισκόταν στην χώρα αλλά και φιλέλληνας προσφέρει τις υπηρεσίες του στον κυβερνήτη. Κόβεται αργυρό νόμισμα ελληνικό (ο Φοίνικας), γίνεται προσπάθεια να πειστούν οι πλούσιοι πολίτες της χώρας να φέρουν τα κεφάλαιά τους στην τράπεζα, με μικρή επιτυχία. Η ίδρυση αυτής της τράπεζας τοποθετείται στις 2 Φεβρουαρίου 1828 (Ελληνική Χρηματιστική Τράπεζα) αλλά το 1834 τελικά κλείνει άδοξα. Διοικητής της ο Γεώργιος Σταύρου, άτομο το οποίο θα συνεχίσει την ενεργή ενασχόλησή του με τον τραπεζικό τομέα.

Η επόμενη προσπάθεια στον τραπεζικό τομέα έρχεται με αυτό της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Ένα ίδρυμα το οποίο δημιουργείται το 1841, με πρώτο διοικητή τον Γεώργιο Σταύρου.Στις 30 Μαρτίου 1841 δημοσιεύεται ο νόμος «Περί συστάσεως Εθνικής Τραπέζης» (Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αριθ. 6 της 30 Μαρτίου 1841, σ.59) σύμφωνα με τον οποίο η Εθνική Τράπεζα είναι ανώνυμη ιδιωτική εταιρεία με έδρα την Αθήνα και με κεφάλαιο 5.000.000 δραχμών, μοιρασμένο σε 5000 μετοχές των 1000 δραχμών.

Από τους ιδρυτικούς μετόχους της Εθνικής Τράπεζας το 1841, ήταν το ελληνικό κράτος με 1.000 μετοχές από τις 3.402. Άλλοι μεγάλοι μέτοχοι ήταν ο Νικόλαος Ζωσιμάς (αδελφοί Ζωσιμάδες μεγάλοι έμποροι από τα Ιωάννινα)με 500 μετοχές, ο Ιωάννης-Γαβριήλ Εϋνάρδος (Ελβετός τραπεζίτης/επενδυτής) με 300, ο βασιλιάς Λουδοβίκος Α΄ της Βαυαρίας (Πατέρας Όθωνα και ο μεγαλύτερος φιλέλληνας της εποχής του) με 200, ο Κωνσταντίνος Βράνης με 150, ο Αδόλφος Γραφ με 146 και ο Θεόδωρος Ράλλης (από την γνωστή οικογένεια Ράλλη που είχαμε πει στο προηγούμενο άρθρο) με 100. Η τράπεζα Rothshild Frères Paris αγόρασε 50 μετοχές, ενώ άλλες 50 αγόρασε ο Εϋνάρδος στο όνομά της για να τονώσει το κύρος της νέας τράπεζας. Η εκτύπωση των δραχμών γίνεται σε νομισματοκοπείο της Γαλλίας για όλο τον 19ο αιώνα, δείγματα του οποίου μπορείτε να δείτε στο Ιστορικό αρχείο της Εθνικής στην τρίτης Σεπτεμβρίου 147.

Βέβαια, ο Σταύρου προσπάθησε να βρει κεφάλαια και από άλλες πλούσιες περιοχές του βασιλείου, με κυρίαρχη την Σύρο, η οποία αντιστεκόταν σθεναρά στην Εθνική μέχρι την εποχή που έχασε την δυναμική της (με το πέρασμα της εμπορικής ναυτιλίας στον ατμό), καθώς επιθυμούσαν να διατηρήσουν τις δικές τους τραπεζικές εργασίες στο νησί. Ιδρύθηκαν μια σειρά από καταστήματα σε σημαντικά λιμάνια όπως η Πάτρα, η Ερμούπολη και αλλού ενώ δημιουργήθηκε ένα πλέγμα μικροπιστωτών κατά τόπους που συνεργάζονταν άτυπα με την τράπεζα, βοηθώντας στην διάδοση των δραχμών, στις οποίες η Εθνική είχε το εκδοτικό προνόμιο. Το εκδοτικό προνόμιο είναι ένα σημαντικό στοιχείο για μια τράπεζα, για το οποίο θα μιλήσουμε αναλυτικά παρακάτω.

Εκτός από την Εθνική Τράπεζα, σταδιακά εντάχθηκαν και άλλες τράπεζες στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Η δεύτερη τράπεζα για την οποία θα μιλήσουμε είναι η Ιονική Τράπεζα. Η αντίστοιχη τράπεζα των Επτανήσων, η οποία δημιουργήθηκε το 1839 υπό την αιγίδα της Μ.Βρετανίας (τα Επτάνησα ήταν προτεκτοράτο της Μ.Β.) και της ΤτΑ, του αρχαιότερου ίσως τραπεζικού ιδρύματος με λειτουργίες που παρομοιάζονται με αυτά κεντρικής Τράπεζας (χοντρικά regulator της λειτουργίας των τραπεζών και της νομισματικής πολιτικής). Στόχος της η ομαλή διαχείριση των συναλλαγών μεταξύ Μ.Β. και των νήσων, όπως και την νομισματική κυκλοφορία εντός.

Τώρα ας μιλήσουμε για το εκδοτικό προνόμιο μιας και θα μας φανεί χρήσιμο από εδώ και πέρα. Τι εννοούμε ακριβώς με αυτό;

Το εκδοτικό προνόμιο είναι το προνόμιο που έχει ένας οργανισμός, με την σύμφωνη γνώμη του κράτους να εκδίδει νόμισμα. Στην περίοδο του μεσαίωνα ονομάζεται seigniorage , όπου βέβαια, έχουμε νομίσματα σε χρυσό και άργυρο τα οποία άλλαζαν κάθε φορά που ο βασιλιάς άλλαζε ( ή ο αυτοκράτορας) έπρεπε να αλλάξουν και ο ηγεμόνας μπορούσε να κρατήσει ένα ποσοστό της αξίας ως κόστος παραγωγής. Στην περίπτωση των χαρτονομισμάτων, ουσιαστικά η τράπεζα που κόβει χαρτονόμισμα στην ουσία δημιουργεί κεφάλαιο από το μηδέν (Και το οποίο σε καμία περίπτωση δεν έχει ονομαστική αξία αλλά συμφωνημένη ουσιαστικά πληρωτέο άμα τη εμφανίσει συνήθως σε άργυρο ή χρυσό της αναγραφόμενης αξίαςς) εκ του ονόματός της το οποίο όσο περισσότερο επεκτείνεται και χρησιμοποιείται τόσο περισσότερο μεγαλώνει. Βέβαια δεν μπορεί κανείς να τυπώνει διαρκώς χαρτονόμισμα, αλλά καταλαβαίνετε ότι υπήρχε σοβαρό περιθώριο κέρδους.
Όταν λοιπόν τα Επτάνησα πέρασαν στην Ελλάδα η κυβέρνηση όρισε ένα κόστος για την απόκτηση του εκδοτικού προνομίου (το οποίο διατήρησε τελικά η Ιόνιος μέχρι το 1920) για τα Ιόνια Νησιά. Το ίδιο συνέβη και με την Εθνική Τράπεζα, όταν κλήθηκε να ανανεώσει το εκδοτικό προνόμιο το οποίο το πλήρωσε χορηγώντας δάνεια προς το κράτος. Για περισσότερες αριθμητικές λεπτομέρειες, υπάρχουν βιβλία στα οποία θα μπορούσατε να ανατρέξετε. Το νόημα από αυτά είναι πως κράτος και τράπεζες πάντοτε είναι σε στενή συνεργασία. Και ο ένας ζητά και παίρνει πράγματα από τον άλλο. Το ίδιο έγινε και με την προσάρτηση της Ηπειροθεσσαλίας το 1881. Μια περιοχή με ιδιαίτερη σημασία για τους εκσυγχρονιστές, οι οποίοι εξέφραζαν την ελπίδα πως η θεσσαλική πεδιάδα θα μπορούσε να γίνει ο σιτοβολώνας της χώρας (δεν έγινε για πολλούς λόγους). Και εκεί εγείρονταν ζήτημα καθώς δεν υπήρχε μόνο μία τράπεζα στον Ελλαδικό χώρο, οπότε το εκδοτικό προνόμιο για τις νέες χώρες έπρεπε να δημοπρατηθεί. Για άλλη μια φορά το εκδοτικό προνόμιο αποτελεί ένα χαρτί το οποίο κατέχει η Κυβέρνηση και θα το ξεπουλήσει όπως αυτή πιστεύει (όπως με τις τηλεοπτικές άδειες στο περίπου).

Εκεί εμφανίζονται 2 νέοι μνηστήρες για την Ηπειροθεσσαλία , η Γενική Πιστωτική Τράπεζα και η Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας, από Έλληνες του εξωτερικού με σημαντικά κεφάλαια. Είμαστε στην εποχή του Τρικούπη, ο οποίος, όπως και όλη η Ελλάδα επιθυμούσε την τοποθέτηση νέων κεφαλαίων στην χώρα έδωσε τελικά το προνόμιο στην δεύτερη ( η οποία ουσιαστικά αποτελούσε περιουσία του φίλου μας Ανδρέα Συγγρού) και πήρε το προνόμιο. Βέβαια, μεγάλα κομμάτια γης στην Θεσσαλία είχαν αγοραστεί από τους ίδιους τους κεφαλαιούχους, οι οποίοι έτσι είχαν έναν παραπάνω βραχίονα οικονομικού ελέγχου στην περιοχή. Ο Δερτιλής έχει περιγράψει γλαφυρά το παιχνίδι και το παρασκήνιο των ετών αυτών σε ένα βιβλίο( Το ζήτημα των Τραπεζών 1871-3 εκδόσεις ΜΙΕΤ) και το οποίο τα περιγράφει τα πράγματα αναλυτικά. Επίσης υπήρξαν κερδοσκοπικά παιχνίδια ανάμεσα στα κυκλοφορούντα νομίσματα και χαρτονομίσματα (ξεφορτώνονταν ηπειροθεσσαλικά για της Εθνικής με ωραιότατο κέρδος) γεγονός το οποίο αποδεικνύει τις αδυναμίες γύρω από την δημιουργία ενός κεντρικού, ισχυρού κράτους. Η πλειονότητα των τραπεζών αυτών δεν δάνειζε σχεδόν ποτέ ελληνικές επιχειρήσεις ή την αγροτική παραγωγή, καθώς οι χορηγήσεις θεωρούνταν επισφαλείς. Εκτός από ελάχιστες επιχειρήσεις ( οι οποίες είχαν εκδώσει μετοχές εν τω μεταξύ), η πλειονότητα των κεφαλαίων των τραπεζών προωθούνταν σε περιοχές με ελληνική παρουσία (όπως η Αίγυπτος π.χ.). Η Εθνική Τράπεζα ήταν το πλέον ισχυρό τραπεζικό ίδρυμα των βαλκανίων και αποτελούσε ουσιαστικά τον δανειστή του κράτους στην περίοδο πριν την άντληση των δανείων Τρικούπη την δεκαετία του 1880 (θα μιλήσουμε για αυτή σε άλλη στιγμή) , έδινε δάνεια με σημαντικό περιθώριο κέρδους και ήταν από τους πρώτους που αγόραζε αυτό που ονομάζουμε σήμερα έντοκα γραμμάτια του δημοσίου.Την περίοδο πριν την πτώχευση τα δάνεια έφεραν κεφάλαια τα οποία συνήθως επανατοποθετούνταν σε μετοχές, ως μια προσοδοφόρα λύση (π.χ. η Εθνική έδινε σταθερά 8% το χρόνο μέρισμα μέχρι την εποχή της χρεοκοπίας)

Για την περίοδο που μιλάμε σε αυτό το άρθρο το τελευταίο ίδρυμα για το οποίο θα γίνει λόγος είναι αυτό της Τράπεζας Αθηνών. Ιδρύθηκε (1892) με κεφάλαια Αιγυπτιωτών Ελλήνων, ενώ ήταν η πρώτη η οποία προώθησε μαζικά την ιδέα της προσέλκυσης καταθετών από την λαϊκή βάση με μεγάλη επιτυχία. Συμμετείχε σε κάποιες ελληνικές επιχειρήσεις (μέσω αγοράς μετοχών) και ουσιαστικά αποτέλεσε το αντίπαλο δέος της Εθνικής μέχρι το τέλος του μεσοπολέμου.

Αυτά.

Με εκτίμηση,

Aquitanian News