Ο ΜΕΛΑΜΨΟΣ ΤΟ ΤΑΞΙ ΚΑΙ Ο ΧΑΡΜΑΝΗΣ

Day 1,897, 04:30 Published in Cyprus Cyprus by MakisSafosTsetsenoglou

Μου τον σύστησε ο Ηλίας, ο αλβανός με το Octavia. Καθόμασταν μια μέρα στην πιάτσα και του εξηγούσα μισή ώρα τη διαφορά ανάμεσα σε Νέα και Άνω Λιόσια, γιατί την τελευταία φορά είχε πάει ένα πελάτη άλλα αντ’ άλλων, και μου λέει στο τέλος «να κεράσω τσιγαράκι;» και βγάζει ένα πακέτο παρθένο από φόρους και δασμούς, και μου δίνει ένα τσιγάρο που μου φρεζάρισε το λαιμό, και μετά έκανα και ένα δεύτερο για να κάτσει η πίσσα από πάνω, και έγινε ο λαιμός μου μπετόν αρμένικο. «Τι ‘ναι αυτά που καπνίζεις, ρε Ηλία, από μάντρα τα αγοράζεις;», ρώτησα βραχνά, και μου είπε «όχι, από τον αράπη στην Αθηνάς, ένα ευρώ το πακέτο».
Και εκεί πετάχτηκε ο Μανώλης, ο αριστερός με το Avensis και του είπε «να μην τον λες αράπη γιατί είναι άσχημη λέξη», και του απάντησε ο Τάσος, ο χαβαλές με το Almera, «και το φιστίκι το αράπικο πώς να το λέει, αφροαμερικάνικο;», και μπερδεύτηκε ο Ηλίας και δεν ήξερε αν και ποιος τον κοροϊδεύει, και για να λήξει το θέμα παρενέβην εγώ με δυνατή φωνή που τους έκανε όλους να σωπάσουν, και είπα «στην Αθηνάς πού ακριβώς;».
Το ίδιο απόγευμα, κοιτάζοντας κάθε τόσο γύρω μου επιφυλακτικά, πλησίασα πεζός το σημείο που μου είχε υποδείξει ο Ηλίας. Δεν ήταν εποχή για πολυτέλειες. Μπορεί τα τσιγάρα του έγχρωμου (καλύτερο😉 να είχαν το γλυκό άρωμα και την απαλή γεύση της ραδιενέργειας, ωστόσο είκοσι τσιγάρα ένα ευρώ είναι μεγάλο πράγμα στις εποχές που ζούμε. Μόνο που φοβόμουνα μη σκάσουνε τίποτα μπάτσοι και ξεφτιλιστώ, ρε γαμώτο…
Με τα πολλά, βρίσκω τον ιδιαίτερα μελαμψό (αυτό ίσως😉, τον πλησιάζω, και βλέπω ότι κρατάει μια σακούλα με τρεις κούτες μέσα. «Η τώρα, ή ποτέ» λέω από μέσα μου και πάω να του πετάξω το παρασύνθημα, και τότε, γαμώ την τύχη μου, στρίβουν από την γωνία δύο μπάτσοι και έρχονται προς το μέρος μας. Ο λαθρέμπορας (όλοι ευχαριστημένοι) τα μαζεύει όπως-όπως και αρχίζει να τρέχει, οι μπάτσοι αρχίζουν να τον κυνηγάνε και εγώ κάνω τετ α κέ με χειρόφρενο και σταματάω σε μια βιτρίνα μαγαζιού λίγο πιο δίπλα, κάνοντας ότι σημειώνω το τηλέφωνο από ένα ενοικιαστήριο που είναι κολλημένο εκεί πριν από τους ολυμπιακούς αγώνες της Σεούλ. Τελικά οι μπάτσοι βουτάνε τον αράπη (άσε με σε παρακαλώ) δύο στενά παρακάτω, τον ρίχνουν κάτω, του αγοράζουν επί τόπου τις τρεις κούτες και τον αφήνουν να γυρίσει στη θέση του. Εκείνος σηκώνεται, τινάζει τα ρούχα του ανακουφισμένος, παίρνει την άδεια σακούλα παραμάσχαλα και μέχρι να γυρίσει πίσω έχει σκάσει από τα γέλια και είναι αδύνατον να συνεννοηθώ μαζί του. Εννοείται βέβαια ότι το βράδυ που λέει την ιστορία στους υπόλοιπους σομαλούς, δεν τον πιστεύει κανείς, και με το δίκιο τους. Και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς χαρμάνηδες.

CLOPY PASTE Διεθνές Φεστιβάλ Κόμικς Αθήνας's