Στοιχεία ποίησης στα χρόνια του πολέμου

Day 1,805, 10:45 Published in Greece Greece by Makedonissa

Μετά από αρκετό καιρό, θέλησα να γράψω κάτι στον ελληνικό τύπο και θυμήθηκα ένα κείμενο που έγραψα πριν λίγους μήνες. Η συγκυρία είναι ευτυχής, καθώς αναφέρεται σε τρεις διαφορετικές σχολές και οπτικές της ποίησης στα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, λίγο πριν και λίγο μετά.

Σύνδεσμοι για ανάγνωση των ποιημάτων:
Γ. Σεφέρης, Η τελευταία μέρα
Ν. Εγγονόπουλου, Ποίηση 1948
Μ. Αναγνωστάκη, Κι ήθελε ακόμη (θα προτιμούσα άλλη πηγή, αλλά και αυτή κάνει τη δουλειά της).

Θα μου πείτε τώρα, άλλη δουλειά ρε μάστορα δεν έχεις να κάνεις; Εχω, αλλά βαριέμαι αφόρητα και είπα να κάνω και εσάς να βαρεθείτε λιγάκι! 🙂
Γιά πάμε λοιπόν:




Η ποίηση στην Ελλάδα με την λεγόμενη «γενιά του ‘30» σημειώνει μία στροφή, όπως πολύ χαρακτηριστικά ονόμασε ο Γ.Σεφέρης την πρώτη του ποιητική συλλογή. Στροφή που χαρακτηρίζει τα νέα ρεύματα που εισέρχονται στην ελληνική λογοτεχνία και στην ποίηση ειδικότερα και επηρεάζεται από την ανάγκη νέας έκφρασης των δημιουργών που την συγκροτούν . Από τη δεκαετία του ’30 και εντεύθεν και με τις συνεχιζόμενες ευρωπαϊκές επιρροές, θα αναπτυχθούν και άλλες τάσεις στην ελληνική ποιητική σκηνή όπως ο υπερρεαλισμός αλλά, αργότερα και λόγω πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών, και η στρατευμένη πολιτική ποίηση της μεταπολεμικής περιόδου.
Τα τρία αυτά ποιήματα ανήκουν αντίστοιχα σε αυτές τις τρεις κατηγορίες. Του Γ. Σεφέρη της γενιάς του ’30, του Ν. Εγγονόπουλου στην μεταπολεμική πολιτική ποίηση, αν και εκτός του κύριου υπερρεαλιστικού σώματος του έργου του, και του Μ. Αναγνωστάκη στην στρατευμένη πολιτική ποίηση.

Γ. Σεφέρη, «Η τελευταία μέρα»
Ο Σεφέρης χαρακτηρίστηκε ως ο κύριος εκφραστής της γενιάς του ’30. Το είδος που δημιουργήθηκε με τη συμβολή του εμπεριείχε αρκετά νεοτερικά στοιχεία όπως ο ελεύθερος στίχος, η δραματικότητα, το καθημερινό λεξιλόγιο, η σκοτεινότητα αλλά και η λειτουργία αυτού που ο Τ.Σ. Ελιοτ περιέγραψε ως «μυθική μέθοδο». Η συνύπαρξη δηλαδή μυθικών και ιστορικών προσώπων και περιστατικών και η κατάργηση της διάκρισης μεταξύ παρόντος και παρελθόντος και η «ιστορική μεταφορά» του αναγνώστη στο πλευρό του κεντρικού ήρωα.
Στην «Τελευταία μέρα» η ζοφερή περιγραφή του παρόντος έρχεται με την παρουσίαση του σκηνικού που έχει στηθεί για την κηδεία, με το στρατιωτικό άγημα να παρουσιάζει τιμητικά όπλα και το νεκρώσιμο εμβατήριο. Παράλληλα, οι αναφορές στο ηρωικό παρελθόν των Σταυροφοριών και της ναυμαχίας της Σαλαμίνας, αλλά περισσότερο η αναπόληση των γερόντων δασκάλων και η στόχευση στην εποχή των ραγιάδων, αντιστοιχίζονται σε μια περίοδο σκλαβιάς που έζησε, ζει ή ακόμη και πρόκειται να ζήσει ο λαός .
Δεν πρέπει να ξεχνούμε πως αναφερόμαστε στην περίοδο Μεταξά στην Ελλάδα, ενώ στην Ευρώπη οι μηχανές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έχουν ήδη ξεκινήσει. Το κλίμα είναι βαρύ και είναι προφανές πως καμμία χώρα της Ευρώπης δεν θα μείνει αμέτοχη. Αυτή η εικόνα αποτυπώνεται στην «Τελευταία μέρα». Ο μουντός καιρός, η στρατιωτική ατμόσφαιρα, ο θάνατος, είναι η καταγραφή μιάς πραγματικότητας όπως τη βιώνει ο Σεφέρης μέσα από τις πολιτικές εξελίξεις της εποχής σε Ελλάδα και Ευρώπη .
Ο Σεφέρης, εκφραστής του μοντερνισμού, χρησιμοποιεί τα στοιχεία του ρεύματος στο ποίημα του αυτό. Γλώσσα που παραπέμπει σε πεζό λόγο και σκοτεινά νοήματα με ασυνέχεια, εικόνες με κενά, ημιτελή και ασύνδετα επεισόδια και αφηγήσεις, συγκροτούν το άλογο στοιχείο που κυριαρχεί στην ποίηση του Σεφέρη .

Ν. Εγγονόπουλου, «Ποίηση 1948»
Ο Εγγονόπουλος γράφει το ποίημα αυτό με αφορμή τα γεγονότα του εμφυλίου πολέμου. Η απογοήτευση του και ο λάθος δρόμος που πήραν τα πράγματα στην Ελλάδα μετά το τέλος του Παγκοσμίου Πολέμου, δεν τον αφήνουν να δημιουργήσει και να χρησιμοποιήσει το κυρίαρχο ρεύμα στην ποίηση του, τον υπεραλισμό.
Η λιτότητα του στίχου, τα ξεκάθαρα και χωρίς συμβολισμούς νοήματα, η απουσία του άλογου στοιχείου και των νοηματικών υπερβάσεων και η προσπάθεια για άμεση επικοινωνία με τον αναγνώστη, είναι χαρακτηριστικά της απογοήτευσης που βγαίνει από το ποίημα του. Παρ’όλα αυτά υπάρχει έντονο το συγκινησιακό στοιχείο με τη χρήση λέξεων κλειδιών, λέξεων που τονίζουν το έντονα φορτισμένο κλίμα της εποχής. «Εμφύλιος σπαραγμός» και «αγγελτήρια θανάτου» είναι φράσεις που ενσωματώνουν την βαριά ατμόσφαιρα που βιώνει ο δημιουργός, αλλά ταυτόχρονα με τον ίδιο τρόπο δηλώνει και την αδυναμία ή και την άρνηση του να συνεχίσει να δημιουργεί μέσα σε αυτό το κλίμα.
Θα μπορούσαμε ίσως να αναφερθούμε και στο πρώτο πρόσωπο που χρησιμοποιεί ο Εγγονόπουλος. Το ποίημα είναι καθαρά μια προσωπική αφήγηση των συναισθημάτων που τον κατατρώγουν, της τραγικής ιστορικής στιγμής ενός λαού που αλληλοσπαράζεται και των αποτελεσμάτων των γεγονότων που βιώνει ο ίδιος και που έχουν αυτό τον αρνητικό αντίκτυπο όχι μόνο στο τωρινό του έργο αλλά και στο μελλοντικό του.
Θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε πως το ποίημα του αυτό χτίζει τα τρία σημεία ενός αντίστοιχου μαθηματικού ζητήματος, από την παρουσίαση του προβληματισμού του Εγγονόπουλου στους στίχους 1 έως 5, όπου διακρίνεται αυτή η αναγνώριση της δυσκολίας δημιουργίας την εποχή αυτή και δηλώνεται μέσα από την φράση κλειδί «εμφύλιος σπαραγμός» αλλά και τι εποχή δεν είναι αυτή. Στη συνέχεια, στη δεύτερη ενότητα στους στίχους 6-13, παρουσιάζεται η αιτιολόγηση της αποχής από τη δημιουργία. Η υπόθεση «σαν πάει κάτι να γραφή» και η παρομοίωση ότι αυτό είναι σαν «αγγελτήριο θανάτου» αιτιολογούν πλήρως την αποχή από τη δημιουργία και την απογοήτευση για την κατάσταση γύρω του. Τέλος ακολουθεί σαν συμπέρασμα και η ενημέρωση – εξομολόγηση για την απαισιοδοξία του αλλά και την απουσία δημιουργίας.

Μ. Αναγνωστάκη, «Κι ήθελε ακόμη»
Ο Μ. Αναγνωστάκης ανήκει στους πολιτικά στρατευμένους ποιητές της περιόδου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και αργότερα. Οπως και οι υπόλοιποι νέοι ποιητές της περιόδου, το έργο του διακατέχεται από την απαισιοδοξία της ήττας τόσο στην διάρκεια του πολέμου αλλά, ιδιαίτερα για αυτόν, και γιά τη συνέχεια του εμφυλίου. Ως εκ τούτου, τα ποιήματα του διακατέχονται έντονα από την πολιτική πόλωση της εμφυλιακής και μετεμφυλιακής εποχής, αλλά και από εικόνες βίας και θανάτου , χωρίς την ύπαρξη ελπιδοφόρου οράματος και θετικής έκβασης.
Ενα από τα σημαντικά στοιχεία που εισάγουν οι εκφραστές της πολιτικής ποίησης, είναι και η αμεσότητα και ο ρεαλισμός στην απόδοση της μαύρης αυτής ατμόσφαιρας της περιόδου . Η στράτευση, η συντροφικότητα και η αλληλεγγύη αναδύονται μέσα από την αφοσίωση τους στην παρουσίαση του αγώνα και των θυμάτων συντρόφων τους.
Ο Αναγνωστάκης θεωρεί τον εαυτό του ως τον τελευταίο επιζώντα μιας χαμένης πάλης. Με τους συντρόφους του νεκρούς και με τον ίδιο να προσπαθεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την τελική μάχη, την χαμένη μάχη, ο ποιητής δεν παραδέχεται την ήττα και με όπλο τη μνήμη των νεκρών συντρόφων του οργανώνεται και αντιστέκεται. Είναι αποφασισμένος για αυτό που πρόκειται να κάνει και είναι δεδομένο για αυτόν πως δεν θα κάνει βήμα πίσω.
Η ψύχραιμη προσμονή βέβαια της επερχόμενης προσωρινής ήττας, φαίνεται πως δεν είναι ικανή να σταματήσει τον αγώνα για τον οποίο πιστεύει ο ίδιος πως τάχθηκε αυτός και οι χαμένοι σύντροφοι του.
Ο τρόπος που παρουσιάζει την προετοιμασία του για ένα δεδομένο αποτέλεσμα,

«Η πρόγνωσίς σας ἀσφαλής: Θὰ πέσει ἡ πόλις.
Εκεῖ, προσεχτικά, σὲ μιὰ γωνιά, μαζεύω μὲ τάξη,
Φράζω μὲ σύνεση τὸ τελευταῖο μου φυλάκιο»


δεν σημαίνει απαραίτητα ότι προετοιμάζεται και γιά την ήττα στον πόλεμο, αλλά γιά μιά χαμένη μάχη μόνο:

«Κι ἤθελε ἀκόμη πολὺ φῶς νὰ ξημερώσει. Ὅμως ἐγὼ
Δὲν παραδέχτηκα τὴν ἧττα. Ἔβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφῆ ἔπρεπε νὰ σώσω
Πόσες φωλιὲς νεροῦ νὰ συντηρήσω μέσα στὶς φλόγες.»


Σύγκριση
Τα τρία αυτά ποιήματα αλλά και οι συγγραφείς τους διαπλέκονται και χρονικά και υφολογικά. Ο Σεφέρης, κύριος εκφραστής της ποιητικής γενιάς του ’30 και του νέου ρεύματος στην ελληνική ποιητική σκηνή, γράφει το ποίημα του το ’39, την εποχή της δικτατορίας του Μεταξά. Αντίστοιχα, ο Εγγονόπουλος, μέλος και αυτός της ίδιας ποιητικής γενιάς και σημαίνων μέλος του ρεύματος του υπερρεαλισμού, γράφει το ποίημα του το ’48, εν μέσω του εμφυλίου. Την ίδια περίπου περίοδο, γράφει και ο Αναγνωστάκης το δικό του έργο, αυτός όμως ανήκει στην γενιά αυτή που ανδρώθηκε ποιητικά μέσα στον εμφύλιο και μετά τους δύο προηγούμενους και μέσα από τα βιώματα της φυλάκισης και της καταδίκης σε θάνατο για τα πιστεύω του. Ο κοινός χρονικός τόπος, οι παραμονές των μεγάλων εξελίξεων στην Ευρώπη και τον κόσμο με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι και μετά τη λήξη του, είναι μία κοινή συνιστώσα των τριών αυτών ποιημάτων.
Η περιγραφές που και οι τρείς καταγράφουν, τείνουν προς το ίδιο σημείο, την απόγνωση, την απογοήτευση και την συμφορά, όμως από άλλες διευθύνσεις και ανάλογα με τις κοινωνικές, πολιτικές και ιδεολογικές συνισταμένες του καθενός. Ο Σεφέρης μέσα από το πρίσμα του αστού κατακρίνει και αφήνει υπαινιγμούς μέσα σε ένα στρατοκρατούμενο καθεστώς, έτσι ώστε να μπορέσει να περάσει το μήνυμα του χωρίς να φοβηθεί τυχόν λογοκρισίες, χωρίς όμως αποτέλεσμα . Ο Εγγονόπουλος αντίστοιχα από την αντίθετη σκοπιά δεν κρίνει τον ίδιο τον εμφύλιο αλλά τα δεινά που αυτός προκαλεί σε ολόκληρο το λαό, ξεκάθαρα όμως αυτή τη φορά και χωρίς υπαινιγμούς, ενώ ο Αναγνωστάκης μέσα από την πολιτική και ιδεολογική του στράτευση, όχι μόνο κρίνει αλλά και παίρνει σαφή και ξεκάθαρη θέση και οριοθετεί την απόφαση του να συνεχίσει τον αγώνα του.
Και στα τρία ποιήματα κυριαρχεί, όπως ήδη είπαμε, η εικόνα του θανάτου. Αυτή όμως η εικόνα είναι ιδωμένη από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Ο Σεφέρης, αλλά και οι υπόλοιποι, θεωρούν βέβαιο τον επερχόμενο θάνατο. Μιλώντας σε τρίτο πρόσωπο, δεν αναφέρεται στον δικό του αλλά, με την αφορμή της κηδείας, στο «πως πεθαίνει ένας άντρας». Ο Εγγονόπουλος και αυτός δεν αναφέρεται στο δικό του σωματικό θάνατο (ίσως όμως στο θάνατο της δημιουργίας που του επιβάλουν οι καταστάσεις), αλλά στους εκατοντάδες που βλέπει καθημερινά να συμβαίνουν μεταξύ Ελλήνων. Τέλος ο Αναγνωστάκης είναι ο μόνος που μιλά για το θάνατο σε πρώτο πρόσωπο μεν, δηλώνοντας όμως και τιμώντας ταυτόχρονα τις πεποιθήσεις και τους αγώνες μιας ολόκληρης, χαμένης άδικα, γενιάς.
Η κατακλείδα στον Σεφέρη είναι η επιστροφή στο σπίτι και η έξοδος από το σκοτάδι της «έξω πραγματικότητας» και η είσοδος στο φώς. Αφήνει πίσω του ο ποιητής την απειλή της δημιουργικής φίμωσης και δηλώνει τη συνέχιση του έργου του σε αντίθεση με τον Εγγονόπουλο που αποδέχεται απογοητευμένος πως η πολεμική ατμόσφαιρα αναχαιτίζει την ποιητική δημιουργία. Ο Αναγνωστάκης αντίθετα θεωρεί πως είναι χρέος του όχι μόνο να συνεχίσει να γράφει, αλλά και να καταγγέλλει και να πολεμά όσα δεν συμβαδίζουν με την πολιτική και ιδεολογική του τοποθέτηση.
Η ειρωνία όμως είναι πως αντίθετα με όσα εξαγγέλλονται σε αυτά τα ποιήματα, ο Εγγονόπουλος συνέχισε και το ποιητικό αλλά και το ζωγραφικό του έργο, ενώ ο Αναγνωστάκης αργότερα, το ’71, έπεσε σε μιά μεγάλη (25ετή) περίοδο μη παραγωγής ποιητικού έργου.