Ante Portas

Day 1,776, 13:21 Published in Greece Greece by Asterios C

Είναι, που λες, μια πόρτα που στέκει μονάχη της στο κενό, σαν να αιωρείται. Αν και καιρό πολύ εδώ, τώρα την παρατήρησες. Τριγύρω τίποτα άλλο, όσο το μάτι βλέπει. Πόρτες κλειστές έχεις μάθει να τις διαβαίνεις, οπότε και με δαύτη αυτό λογικά θα πράξεις. Λογικά… όσο λογική μπορεί να έχει η σκηνή όπου μια πόρτα αιωρούμενη καταμεσής στο έρεβος σε προσκαλεί να τη διαβείς! Το τι υπάρχει από πίσω φυσικά δεν το ξέρεις, αλλά ελπίζεις να είναι κάτι πιο όμορφο από την τερατώδη κενότητα. Τερατώδης; Δεν ήταν έτσι πριν εντοπίσεις την πόρτα! Βασικά, δεν ήταν καν κενότητα. Μάλλον το ακριβώς αντίθετο, πληρότητα. Πληρότητα αφοπλιστικά καθησυχαστική. Πώς και δεν την είχες δει τόσο καιρό;

Το κεφάλι ξύνεις, ακόμη άτολμος. Μετά το πηγούνι – αυτό κάνεις πάντα όταν σκέφτεσαι σοβαρά. Και τι αλλάζει με μια πόρτα; Μπορείς κάλλιστα να της γυρίσεις την πλάτη ή να κατεβάσεις το κεφάλι ή να κλείσεις τα μάτια ή να χτυπήσεις τα δάχτυλα ή να μουρμουρίσεις μια προσευχή… Μπορείς; Η πόρτα αυτή μοιάζει πεισματάρα. Μπα, ο πεισματάρης είσαι εσύ. Πόρτες κλειστές έχεις μάθει να τις διαβαίνεις. Διαισθητικά αυτό θέλεις να κάνεις και τώρα. Διαισθητικά… όση διαίσθηση μπορεί να έχει κάποιος που μέχρι προ ολίγου αγνοούσε πως τον περιβάλλει το κενό, ασφυκτικό, βάναυσο, απάνθρωπο.

Ρίχνεις ματιές ανήσυχος δεξιά-αριστερά, να σιγουρευτείς πως δε θα δει κανείς αυτό που πας να κάνεις. Μα ο φόβος πραγματικά δεν είναι μη σε δουν! Όχι, ο φόβος είναι μη δεις κι άλλες πόρτες. Δε θα το άντεχες. Θα έχανες κάθε εμπιστοσύνη στον εαυτό σου. Και τώρα χρειάζεσαι όλη όση μπορείς να μαζέψεις, μέχρι του τελευταίου ψήγματος να σωρεύεται σε μια αλύγιστη βεβαιότητα. Βαθιά ανάσα…. και βουρ! Πιάνεις το πόμολο με χέρι που τρέμει. Κλειδωμένη; Σαστίζεις. Ξαναδοκιμάζεις. Κλειδωμένη; Πεισμώνεις. Ξαναδοκιμάζεις. Κλειδωμένη; Θυμώνεις! Με μάγουλα κόκκινα από υπερένταση, ετοιμάζεσαι να πάρεις φόρα για να τη ρίξεις! Πόρτες κλειστές έχεις μάθει να τις διαβαίνεις.

Αντέχει, η άτιμη. Αντέχει καλά! Τον ώμο πιάνεις και δαγκάνεις τα χείλη μη βγει ο λυγμός, ακούσει εκείνη και σε περιγελάσει. Η ωμή δύναμη απέτυχε. Απ’ την κωλότσεπη βγάζεις το πορτοφόλι που στις σχισμές του κρατεί το «όπλο» σου το επόμενο: πιστωτική. Στα χέρια κάποιου που ξέρει την τέχνη, καλύτερη κι από πασπαρτού. Την ξέρεις την τέχνη. Δεν είσαι κανένας εγκληματίας –προς Θεού!- απλά ξεχασιάρης! Το μέτωπο μούσκεψε και κρέμασε η γλώσσα, επιμονής σημάδι, μα τζίφος και πάλι. Σηκώνεις τα χέρια ψηλά, παραιτείσαι.

Μια φωνή σου κλέβει την πόρτα: «Σήκω παιδί μου, μεσημέριασε!». Κάθιδρος, πετάς τα σκεπάσματα και ρωτάς μ’ αγωνία: «Μάνα, πώς διαβαίνουν πόρτες κλειστές;». Κι εκείνη με μια απόκοσμη κατανόηση αποκρίνεται: «Χτυπάς και σ’ ανοίγουν, γιόκα μου! Χτυπάς και σ’ ανοίγουν!»