Μασκοφόρος Εκδιηγητής

Day 1,796, 04:31 Published in Greece Greece by Asterios C


Με θωρείς και θαρρείς πως με ξέρεις. Γελάω, στρίβοντας το μουστάκι. Θυμάμαι που κι εγώ κάτι τέτοιο πίστευα. Τότε, που ερμηνεύοντας κατά το δοκούν κάποια στοιχειώδη ανθρωπολογία, ήμουν πεπεισμένος πως το είδος μας έχει ένα και μόνο πρόσωπο. Ήταν ο καθρέφτης, ένας φίλος που χάθηκε ή το λευκό χαρτί που μ’ ελευθέρωσε, δε το θυμάμαι. Λίγη σημασία όμως έχει. Έκτοτε, περνώ το χρόνο μου σε αναζήτηση των πολλαπλών προσώπων, των δικών μου και των γύρω μου. Κι αν βρω κανένα που να μ’ αρέσει –μπορεί και όχι, αρκεί να φαίνεται μοναδικά διαφορετικό- το φορώ και παιχνιδίζω.

«Μου πάει, μου πάει;» ρωτούσα αφελώς στην αρχή. Με κοιτούσαν με μάτια γιομάτα απορία και δίσταζαν ν’ απαντήσουν. Πέρασε καιρός να συνειδητοποιήσω πως ένα πρόσωπο έβλεπαν μονάχα. Κι αν κάποιοι είχαν υποψίες πως μπορεί να μην ήταν πάντοτε το ίδιο, τις έπνιγαν καθ’ υπόδειξη εκείνης της στρεβλής βεβαιότητας που κάποτε κατέτρυχε κι εμένα. Σπαζοκεφάλιασα επί μακρόν να βρω μιαν άκρη. Γιατί ποιο το νόημα να φοράς κάτι καινούργιο αν οι άλλοι δε το βλέπουν; Τη λύση τη βρήκα στην απλή χειροτεχνία. Θα έφτιαχνα μάσκες! Βάλθηκα το λοιπόν τ’ απόβραδα να μετρώ, να ψαλιδίζω, να ράβω και…βουαλά!

Είχε αποτέλεσμα. Οι άνθρωποι γνώριζαν πως οι μάσκες δεν μένουν κατ’ ανάγκη απαράλλαχτες. Μου δόθηκε έτσι η ευκαιρία να λέω ιστορίες που θέλαν πρόσωπα πολλά κι αν χωρίς τις μάσκες τις διηγιόμουν θα χάναν κάμποση απ’ τη μαγεία τους κι ίσως όλη τους την αλήθεια. Φαίνεται όμως πως κάπου το παράκανα, γιατί άρχισαν να με κοιτούν καχύποπτα. Ψίθυροι συνωμοτικοί ακούγονταν πίσω απ’ την πλάτη μου. Δε έδωσα σημασία, είχα άλλωστε ιστορίες να πω και δεν προλάβαινα. Ποτέ δεν είχα σ’ εκτίμηση χέρια μετέωρα πάνω απ’ τη θήκη του σπαθιού. Μα αν ήθελα να συνεχίσω, έπρεπε να είμαι σε επαγρύπνηση.

Με πλησίασαν μάτια με λάμψη αντάρτικη και ζήτησαν να τους διδάξω. Αρνήθηκα, γιατί δεν είχα κάποια ιδιαίτερη γνώση να μεταλαμπαδεύσω. Με πλησίασαν χείλη που κοιτούσαν δυο φορές πέρα-δώθε πάνω απ’ τον ώμο τους, μη τους δει κανείς που μου μιλούσαν, και με παρακάλεσαν να χαθώ στα βουνά να σώσω τη ζωή μου. Αρνήθηκα, γιατί στα βουνά δε θα ‘βρισκα πρόσωπα που είναι η ζωή μου. Μου δώρισαν ένα άλογο να κινούμε γρήγορα. Αυτό το δέχθηκα και για ευχαριστώ τους είπα μια ιστορία.

Αν ακούσεις ποτέ για έναν άντρα που έφιππος καταφθάνει, μια ιστορία λέει, σιάζει το πλατύγυρο καπέλο του, χαιρετά και έπειτα ξεμακραίνει καλπάζοντας, αυτός θα ‘μαι εγώ: μασκοφόρος εκδιηγητής!