Άμα Εν Αγκάλαις

Day 1,791, 16:41 Published in Greece Greece by Asterios C

Δε μου μιλάς κι έχεις βουρκώσει. Ανάθεμά με, τι έκανα πάλι; Στο λέω ευθέως ειλικρινά δεν ξέρω. Κοιτάω χαμένος που για μια ακόμη φορά τράβηξαν το χαλί κάτω απ’ τα πόδια μου. Συχνά συμβαίνει τώρα τελευταία και ίσως πρέπει να το κοιτάξω. Ή ίσως απλά δεν πρέπει να περπατάω σε χαλιά. Μα το ‘χω συνήθειο να μένω ξυπόλητος κι αν πατήσω στο πάτωμα θα μου φωνάζεις: «Τώρα σφουγγάρισα!». Πες μου, δεν ξέρω κι αν δεν το πεις, δε θα μάθω. Στα μάτια σου γυαλίζουν αβεβαιότητες και διαθλούνται φοβίες. Δικές σου, δικές μου, δεν ξεχωρίζω -κι ούτε έχει και σημασία γι’ ανθρώπους που μοιράζονται ένα σεντόνι. Πες μου.

Αν και κάθομαι οκλαδόν δε διαλογίζομαι. Κάτι τέτοιο θ’ απαιτούσε συγκέντρωση που εμφανώς για την ώρα δεν έχω. Δυο μαξιλάρια, σκεπάσματα κι έπειτα εσύ, στην άλλη άκρη, άγρυπνη Ωραία Κοιμωμένη. Είναι η σιωπή σου όμως που μας χωρίζει. Εντάξει, ίσως είναι η δική μου αφέλεια. Καλές προθέσεις είχα ο καψερός. Δε μου αξίζει να σπάω το κεφάλι μου. Πες μου.

Μου γνέφεις πως όχι και διπλοκλειδώνεις τα χείλη. Να τρέχω γι’ αντικλείδια μέσα στη νύχτα, δε με λυπάσαι; Αν χρειαστεί θα το κάνω. Το γνωρίζεις και δεν αμφιβάλλεις. Εξάλλου πόσες φορές δεν έτρεχα μέσα στη νύχτα να βρω αυτό ή το άλλο σαν το ζητούσες ή και προτού. Συγγνώμη ζητάω προκαταβολικά. Συγγνώμη που δεν καταλαβαίνω. Θα ‘πρεπε σίγουρα. Έλα που όμως σαν κυλάνε τα δάκρυα αποσυντονίζομαι. Αμήχανος στέκω, παιδί που πρωταντικρίζει του κόσμου τα μικρά θάματα. Επιμένω, ανακλαστικά σχεδόν. Δεν είναι ώρα γι’ άρρητα. Δεν είμαι σε θέση να τ’ αποκρυπτογραφήσω, πώς το λένε! Αν ήταν άλλοτε, αλλού, ξέρεις πως με συναρπάζει ένας καλός γρίφος. Πες μου.

Ανάβεις τσιγάρο γιατί θεωρείς πως ο καπνός εξαγνίζει. Εγώ πάντα ήμουν σίγουρος πως καπνός χωρίς φωτιά δεν υπάρχει. Άρα για να καπνίζεις κάτι σε καίει. Αφού έτσι είναι, καρδούλα μου, γιατί σιωπάς; Βλέπεις πως να υποχωρήσω δεν προτίθεμαι. Σ’ αρέσει να παρακαλάω, ε; Αυτό είναι; Ζωγραφίζω θλιμμένο χαμόγελο, υπερβολικό, γκροτέσκο. Μειδίας! Πρόλαβα και το είδα κι ας απόστρεψες το κεφάλι τάχα να ξεπιαστεί ο λαιμός. Σβήνεις το τσιγάρο. Αναθαρρεύω, εφόσον είναι γνωστό τοις πάσοι πως τις ομερτά τα χαμόγελα τις σπάνε. Χαμογελάω κωμικά περίλαμπρος. Θα μου πεις;

«Έλα εδώ, βρε κατεργάρη!». Αγκαλιά. Τώρα δε φοβάμαι μη μου τραβήξουν το χαλί, γιατί απλά σε κάποιο κρατήρα στο φεγγάρι πλέον βολτάρω. Ξυπόλητος πάντα. Πες μου πως δε σφουγγάρισες κι εκεί! Αγριοκοιτάς μ’ ανασηκωμένο το φρύδι. Τι έκανα πάλι;