Το Ποτήριον Τούτο

Day 1,784, 01:13 Published in Greece Greece by Asterios C

Πιοτί πικρό το πείσμα. Και δεν τα μπορώ καθόλου τα πικρά! Γι’ αυτό κι όποτε με προκαλούνε να το πιω, στύβω στα κρυφά και λίγο εγωισμό μέσα. Όχι πως γίνεται καλύτερο, απλά ξεγελιέμαι και το καταπίνω. Αψύ, καυστικό, μ’ ανακατεύει. Την ίδια τη στιγμή το χιλιομετανιώνω! Όμως δεν πρέπει να τ’ αφήσω να φανεί, αλλιώς άδικος κόπος. Και το στοίχημα θα χάσω και θα με πούνε ξενέρωτο. Ειλικρινά, δε μπορώ να καταλάβω πως μπορεί να υπάρχουν άνθρωποι που το αντέχουν. Έτσι και τώρα. Τη γροθιά φέρνω μπρος στο στόμα, δια παν ενδεχόμενο. Σαν αδειάσει το ποτήρι, με κοιτάει ο άλλος με μάτια φλόγινα. Ένα σαρδόνιο χαμόγελο παίρνει να σχηματίζεται, αιχμηρό, αυτάρεσκο. Γέρνει πάνω από την μπάρα: «Δυο απ’ το ίδιο!».

Ιδρώτας κρύος στη ράχη κι οι κρόταφοι βουίζουν. Κάνω να τους ανακουφίσω με τ’ ακροδάχτυλα. Το βλέπει, σηκώνει το φρύδι, το σκέφτεται κάπως: «Διπλά!», διορθώνει την παραγγελία. Ταυτόχρονα σηκώνεται όρθιος απ’ το σκαμπό, συμμαζεύει το παντελόνι του, ρουθουνίζει μια-δυο κι ανακοινώνει πως επιστρέφει αμέσως. Τον παρακολουθώ που, διασχίζοντας το πλήθος, κατευθύνεται στις τουαλέτες. «Γιατί;» ψελλίζω και εκπνέω παρατεταμένα, να αδειάσω τα πνευμόνια από αέρα θαρρείς τοξικό. «Φιλαράκι, έχεις φωτιά;» ρωτά ένας θαμώνας που ούτε κατάλαβα πότε βρέθηκε δίπλα μου. «Έχω, μα εκεί που είναι δε σ’ ωφελεί!» απαντώ. Με κοιτά απορημένος με βλέμμα άδειο. Κάτι πάει να πει το μετανιώνει, γυρίζει επιτόπου κι απομακρύνεται τρεκλίζοντας.

Δυο ποτήρια σπρώχνονται προς το μέρος μου. Πφφφ, τι μυρωδιά! «Άσπρο πάτο!» ακούγεται μια φωνή πίσω μου και ένα γνώριμο χέρι με χτυπά ενθαρρυντικά στον ώμο. «Θες να σου βάλω πάγο;». Όχι δε θέλω. Δε θέλω πάγο. Δε θέλω να πιω. Ας χάσω το στοίχημα, λίγο με μέλει. M’ όλο το θάρρος που μάζευα ώρα, δίνω μια και σπάω τα ποτήρια! Γίναμε χάλια, μα δε γινόταν αλλιώς. «Θα το πληρώσεις ακριβά!» μου κάνει, τάχα οργισμένος, και σκάει ένα ολάνθιστο χαμόγελο. «Ε, βέβαια τόσο που κοστίζει αυτό το πράμα που παρήγγειλες!» αστειεύομαι αναθαρρεύοντας. «Δύο λεπτά ακόμη και θα λύγιζα εγώ!» μου εξομολογείται. Του ανακατεύω τα μαλλιά.

«Δεν πάμε στο ταβερνάκι παρακάτω να πιούμε καμιά καράφα φιλία που είναι και γλυκόπιοτη;» προτείνω. «Αφού δε το αντέχεις το ποτό, ρε!» με πειράζει εκείνος. «Πας στοίχημα;» τον προκαλώ. Γελάμε, γελάμε με την ψυχή μας. Οι λεκέδες στο παντελόνι απ’ τα χυμένα ποτά είναι ακόμη εκεί. Ίσως βγούνε με ένα-δυο πλυσίματα. Ίσως περισσότερα. Μα εμάς δε μας μέλλει. Απόψε θα πιούμε να κάνουμε κεφάλι… ελπίζω όχι αρβανίτικο.