Σπασμένο Τζάμι

Day 1,783, 01:53 Published in Greece Greece by Asterios C

Οι ουδέτεροι παρατηρητές εκλιπαρούν για αποκλιμάκωση. Όλοι απεύχονται γενικευμένη, σύρραξη. Δεν την αντέχει το σαλόνι! Διαμεσολαβητές απεργάζονται κάποια διπλωματική πρωτοβουλία. Μέσ’ τον αχό, τα λόγια σκορπίζονται. Μέσ’ την οργή, τα ώτα κωφεύουν. Τα χείλη ανοιγοκλείνουν εις μάτην κάτω απ’ τη σκιά της υψωμένης γροθιάς. Δε μας ακούνε, πρέπει να πάμε πιο κοντά. Διστάζει εκείνος. Πρέπει! Αν όχι εμείς, ποιοι; Θέλεις αλήθεια να μπούμε στη μέση; ρωτάει με φωνή ασθενική, όλο ρήγματα. Ποιος θέλησε ποτέ να είναι στη μέση; απαντώ και κινώ μπροστά. Εκείνος δε θα ‘ρθει. Δε μπορεί να διαβεί το χείμαρρο τα δάκρυα. Τον αφήνω προς ώρας, έγνοιες άλλες πρωτεύουν.

Σημαία λευκή, η φανέλα μου και κράνος γαλάζιο –σαν τον πρωινό ουρανό που υπόσχομαι εφεξής ν’ αγναντεύω- οι καλές οι προθέσεις. Δεν είναι άγνωστη η αποστολή, δυστυχώς. Άγνωστοι είναι οι εμπόλεμοι. Άγνωστοι γιατί για καιρό δε νοιάστηκαν να θυμηθούν την παλιά αμφικτιονία. Άγνωστοι γιατί απομονώθηκαν για χάρη ενός εγω-πυρηνικού προγράμματος –για ειρηνικούς λέγαν σκοπούς μα δεν έπειθαν ούτε τους εαυτούς τους. Σαν άναψε το λοιπόν το φιτίλι, μια αντεκδίκηση για κυριαρχικά δικαιώματα επί της ανατροφής, φορτώθηκαν αμφότεροι τα όπλα που είχαν φαίνεται κάτω απ’ το μαξιλάρι. Θόρυβος. Φρικτός θόρυβος. Να τρυπάει το είναι και να το αφήνει αιμόφυρτο ν’ αγγίζει με το δάχτυλο το διαμπερές τραύμα. Κι όμως μες στην κλαγγή πρέπει να μπω και να σταθώ στη μέση.

Δεν πρέπει ν’ αφήνεις τα μικρά να γίνονται μεγάλα. Το πάθαμε εδώ και πονάει. «Σε μισό, …», έτσι ξεκίνησε, δηλαδή όχι τώρα. Θέλω να πιστεύω πως ακόμη δεν φτάσαμε στο τέρμα, το ωμέγα. Πρέπει να το πιστεύω για να ‘χω δύναμη να στέκομαι στη μέση. Δύσκολο. Δε παίζει να υπάρχει χειρότερη θέση σ’ ολόκληρο το σύμπαν και σ’ όλες τις πιθανές άλλες διαστάσεις. Εκεί μπροστά στο τραπεζάκι, ανάμεσα στην πολυθρόνα και το διθέσιο. Θλίψη, απέραντη σαν το χαλί της γιαγιάς στο πάτωμα –πάντα μου φαίνονταν τεράστιο ετούτο το χαλί. Κι ασήκωτο, η πλάτη μου το ξέρει. Θλίβομαι, αλλά είμαι μόνος. Αν ήμουν με άλλους θα συνθλιβόμουν.

Μια οβίδα εκρήγνυται πλάι μου. Είναι η γροθιά που κατέβηκε με βαναυσότητα στο τραπεζάκι. Θεός σχωρέστο, το φλιτζάνι. Ήταν άξιο και με χρυσό φινίρισμα, δώρο για τότε που συνώμωσαν συμβίωση. Από ένστικτο ακολουθώ το στρατό που υποχωρεί. Μα σταματώ απότομα σαν ανατινάζει τη γέφυρα πίσω του, κλείνοντας με πάταγο την πόρτα της κουζίνας. Το ωστικό κύμα με πετάει σε μια καρέκλα. Θα μπορούσες να μου πεις διάφορα για να με πείσεις να σηκωθώ από εκεί. Χωρίς παρεξήγηση, δε θα σ’ ακούσω. Βαριακούω κιόλας από χθες. Εξάλλου εσύ, ελπίζω, δεν χρειάστηκε να δεις ανατολή από σπασμένο τζάμι!