Ο Βασιλιάς της Σκόνης

Day 1,772, 12:15 Published in Greece Greece by Asterios C

Σήμερα ξεσκόνισα τη βιβλιοθήκη μου. Ξέρεις το έπιπλο που έχεις σ’ ένα δωμάτιο και το φορτώνεις βιβλία να λες πως διαβάζεις. Πώς κάνεις με το σκρίνιο και τα κρυστάλλινα ποτήρια; Κάπως έτσι, αλλά στο πιο εγκεφαλικό! Τι κι αν έχεις να βγάλεις τα ποτήρια από τις προθήκες τους από τον αρραβώνα και δώθε! Είναι εκεί να γυαλίζουν αυτάρεσκα κι αν μπει ποτέ κανένας «άνθρωπος» σπίτι μπορείς πάντα να του στρώσεις να πιει σε κρυστάλλινα! Δε θα το κάνεις, αλλά μπορείς κι αυτό περιέργως σε φουσκώνει περηφάνια. Είναι το λοιπόν τα βιβλία στα ράφια ποτήρια κρυστάλλινα. Είναι εκεί να τα διαβάσεις σαν έρθει καιρός.

Είναι μπελάς να ξεσκονίζεις βιβλιοθήκες! Δεν είναι το ανέβα-κατέβα, ούτε το ράφι το πάνω-πάνω που είναι ψηλό να το φτάσεις με την καρέκλα και ποιος θυμάται τώρα που είναι η σκάλα. Δεν είναι καν η ίδια η σκόνη που σε κάνει να φταρνίζεσαι. Είναι οι ράχες εκείνες των βιβλίων που τους έλειψε τ’ άγγιγμα. Γέρνεις το κεφάλι ίσαμε τον ώμο να διαβάσεις τον τίτλο. Τι κάνει αυτό εδώ; Είχα ποτέ μου εγώ τέτοιο πράγμα; Αφήνεις το ξεσκονόπανο να πέσει κατάχαμα. Με το δάχτυλο να γραπώνει μια άκρη τραβάς το εκλεκτό να βγει απ’ την παράταξη. Τ’ άλλα ζηλεύουν και σπρώχνονται να φτάσουν κι εκείνα το χέρι. Μάταια. Βρίσκεσαι ήδη στο πάτωμα οκλαδόν με το «καινούργιο» σου απόκτημα.

Ξεφυλλίζεις λαίμαργα σελίδες πρωτόγνωρες μα τόσο οικείες. Δε διαβάζεις, όχι. Αυτό θ’ απαιτούσε ηρεμία, προσήλωση. Κι εσύ είσαι σε υπερδιέγερση απ’ το εύρημα –ή κάλλιο απ’ την ανακάλυψη ως αυτοτελή διαδικασία. Το κλείνεις με πάταγο, σηκώνεσαι, στο θρανίο τ’ αφήνεις. Στα μάτια σπιρτάδα παλιά, σαν εκείνη τότες που έπινες από κρυστάλλινα ποτήρια. Συρτάρια ανοίγουν και μένουν να χάσκουν, μια κασέλα τριζάτη το ίδιο, τώρα ψάχνεις τα κλειδιά για τη σοφίτα! Τραβάς το σκοινάκι ν’ ανάψει η λάμπα, ρίχνεις μια ματιά πανοπτική στο χώρο τριγύρω. Το βρήκες, είναι ακόμη εκεί. Φυσάς τη σκόνη ευλαβικά από πάνω και το παίρνεις αγκαλιά. Δε θα μπεις στον κόπο να τ’ ανοίξεις. Φτάνει που είναι ακόμη εκεί! Ήταν το πρώτο άλλωστε.

Τη σκηνή θα διακόψει μια φωνή από κάτω: «Πω, ρε παιδί μου, μια δουλειά είπαμε να κάνεις, μισή την άφησες!». Έντρομος το κρύβεις γρήγορα-γρήγορα, σάμπως το κρατείς παράνομα και ‘ρθουν και στο πάρουν. «Ώχου! Κατεβαίνω, κατεβαίνω» ανταπαντάς. Επιστρέφεις στο δωμάτιο, σηκώνεις το ξεσκονόπανο κι αρχίζεις πάλι να αποδιώχνεις τη σκόνη. Τώρα όλα τους σου κρυφογελάνε. Τους χαμογελάς κι εσύ πίσω, τους κλείνεις το μάτι και δίνεις υπόσχεση πως θα τα θυμάσαι συχνότερα. Ναι, καλά! Έτσι είπε κι εκείνη όταν καθάριζε το σκρίνιο. Μα έχεις να πιεις σε ποτήρια κρυστάλλινα από τους αρραβώνες σας!