Ένα Παιδί Με τρώει Άστα

Day 1,762, 10:32 Published in Greece Greece by Asterios C

Είπα δε θα μιλώ πολύ γιατί είναι τα λόγια φτώχεια. Να μοιάζω και στοχαστικός, σοφιστικέ πίσω απ’ τα γυαλιά μου. Είπα θ’ ακούω ό,τι μου πουν, φρόνιμος, καθωσπρέπει – ή έστω θα κουνώ το κεφάλι συγκαταβατικά να μοιάζω πως το κάνω, που ‘ναι συχνά το ίδιο. Είπα τα χέρια δε σηκώνω, δεν είμαι δα χειρώνακτας να τα γεμίζω σκόνη. Αλάτι ο γιατρός μου το ‘κοψε, αν θέλω την καρδιά μου. Έμαθα να μην το ζητώ κι ας μοιάζουν όλα άνοστα. Ποιος παίρνει τέτοιο ρίσκο; Τα λουλούδια στο βάζο του γραφείου δεν ευωδιάζουν. Συνάχι μου είπαν. Μάλλον κρύωμα, μπορεί κι αλλεργία.

Βουλιάζω αναπαυτικά στην πολυθρόνα μου. Τρίβω το γενάκι όπως πάντα όταν είμαι αμήχανος. Μεγάλωσε και θέλει ξύρισμα. Ξυράφι καινούργιο, αφρός, after shave. Μεγάλωσα και θέλω συγύρισμα. Αρχείο καινούργιο, καπνός, auto save. Déjà vu! Χμμ… ποιόν κοροϊδεύω; Ρουτίνα. Μα για στάσου, τ’ ακούς κι εσύ; Ντριν, ντριν. Κουδούνισμα. Μια φορά στο κινητό ξυπνητήρι δεν είναι. Μοιάζει με κάτι γνώριμο. Τον ξέρω τον ήχο. Θαρρείς πλησιάζει. Ντριν, ντριν. Ντριν, ντιρν. Μα δε μπορεί, κουδούνι ποδηλάτου; Κι όμως. Έχω επισκέψεις. Μου μοιάζει λίγο αυτός ο νεαρός αναβάτης. Μπα, ψέματα! Αυτός γελάει και λάμπει ολάκερος. Ενώ εγώ… Εγώ, ας πούμε, πως δεν προφταίνω.

Γράφω στο laptop με Times New Roman, στιγμές 12. Γράφει στο πάτωμα και στο ντουβάρι κι όπου αλλού φτάνει με κεραμίδι, αιωνιότητα. Διαβάζω blogs, βλέπω ειδήσεις, ακούω ραδιόφωνο, ξέρω τα νέα. Διαβάζει κόμιξ, βλέπει κινούμενα σχέδια, ακούει τα τζιτζίκια και τα βατράχια, ξέρει τα πάντα. Κοιτάω τριγύρω, αποστρέφω το βλέμμα. Κοιτάει εκείνος, γουρλώνει τα μάτια. Παίρνω τηλέφωνο από συνήθεια: «Πώς είστε μητέρα;». Στη φούστα της κρέμεται με κόκκινα μάγουλα: «Μαμά, μάμα, σ’ αγαπάω!». Συναντάω γνωστούς και γνώριμους. Βολτάρει ασύστολα με την παρέα. Κοιμήθηκα εχθές, δεν είδα όνειρα, τι ήσυχος ύπνος. Κοιμήθηκε εκείνος κι όλο το βράδυ και τι δεν έκανε: κουρσάρος, σερίφης, αστροναύτης…

Την είδες τη σύγκριση. Πες μου με το χέρι στην καρδιά, μας ξέρεις; Μας είδες ποτέ χέρι με χέρι βόλτα στο πάρκο; Ή μάλλον, άσε μ’ εμένα, το γνώριμο γείτονα, πες μου για εκείνον. Τον είδες ποτέ σου; Τον βλέπεις τώρα; Το φρύδι σηκώνεις απορημένος. Καταλαβαίνω, δεν σου ‘ναι εύκολο. Το χέρι απλώνεις στον ώμο μου πάνω: Μα είσαι μεγάλος, πετυχημένος! Έχεις και σπίτι και αυτοκίνητο. Ο κόσμος σε σέβεται και σ’ εκτιμάει. Έχεις δουλειά και χρόνο για χόμπυ. Ακούνε τη γνώμη σου. Περνάει η μπογιά σου. Τι έχεις και τρώγεσαι και δεν ησυχάζεις; Ένα παιδί με τρώει, άστα!