Ο Γητευτής των Ελλόγων

Day 1,739, 05:48 Published in Greece Greece by Asterios C

Ξέρεις ποιο είναι το πρόβλημα με τις λέξεις; Κάποτε ξεθωριάζουν! Μένουν συνήθειες… κι ύστερα πρόθεση… μετά σιωπή… τέλος κενό. Αν κάτσεις να το σκεφτείς, μια ανάστροφη κοσμογονία. Μα για κάποιο λόγο, απροσδιόριστο, ποτέ δεν κάθεσαι. «Συνήθεια», θα πεις δικαιολογούμενος. «Σαν τι γυρεύεις να κατορθώσεις πάντα στεκούμενος;» θα ρωτήσω έπειτα. «Αγνές οι προθέσεις μου!» θα βιαστείς να με καθησυχάσεις. «Αλήθεια;» θα επιμείνω, τάχα αδιάφορα. Δε θα μιλήσεις, μα θα πνιγείς σε ένοχη σιγή. Θα αποστρέψεις τα μάτια έντρομος μη κάποια νέμεση κρύβεται στα δικά μου. Αμ δε! Θα ‘ναι κενά και άδηλα, πάνθωρα και ολογνώστες.

Απορείς. Ίσως θαυμάζεις κιόλας. Αναμενόμενο. Για να προλάβω, ενορατικός σίγουρα δεν είμαι. Αν κάποιο χάρισμα πρέπει ντε και καλά να έχω –κι αυτό το λέω για να μη νιώθεις άσχημα εσύ- είναι η αθόρυβη σκέψη. Έτσι κατάφερα να κρυφακούσω που το ‘λεγαν η μια στην άλλη. Κουβεντιάζουν ψιθυρίζοντας σαν βρεθούν σ’ ομήγυρη που θεωρούν εμπιστοσύνης. Λένε και άλλα πολλά, κουτσομπολεύουν, χαχανίζουν. Και εκεί που αποφαίνομαι πως δεν κερδίζω πια να παραμένω αυτήκοος των λέξεων –τσουπ!- αποκάλυψη. Τη γλώσσα δαγκάνω, μη κρώξει ενθουσιώδης και προδοθώ. Μα η καρδιά χτυπά γοργά, πρωτόγονο τύμπανο. Ακούν οι λέξεις, σκιάζονται, βάνουν φτερά και χάνονται. Μένω ξοπίσω, με μάτια ορθάνοιχτα: «Άχ, οι λέξεις!»

Για να τις σώσεις πρέπει να τις μεταλλάξεις! Αν στεκόμουν να το σκεφτώ, κοσμογονική αναστροφή. Μα για κάποιο λόγο, απροσδιόριστο, ποτέ δεν στέκομαι. «Δικαιολογίες», θα πεις από συνήθεια. «Σαν τι γυρεύεις να κατορθώσεις πάντα κινούμενος;» θα ρωτήσεις έπειτα. «Αγνή η βιασύνη μου!» θα ‘χω την πρόθεση να σε καθησυχάσω. «Αδιαφορία!» θα επιμείνεις, τάχα αλήθεια. Δε θα μιλήσω μα θα πνιγώ σε μια αθώα φασαρία. Θα αποστρέψω τα μάτια έντρομος μη κάποια ύβρις κρύβεται στα δικά σου. Αμ δε! Θα ‘ναι γεμάτα και πρόδηλα, πάνθηρα και ομογνώστες.

Ευπορείς. Σίγουρα σε θαυμάζουν κιόλας. Φαινόμενο. Για να μεταλάβω, αιρετικός μάλλον είμαι. Αν κάποιο ελάττωμα πρέπει ντε και καλά να έχω –κι αυτό το λέω για να μη νιώθω άσχημα εγώ- είναι η αφύλακτη σκέψη. Έτσι κατάφερες να κρυφοκοιτάξεις που άλλαζαν η μια την άλλη. Καλλωπίζονται ψιμυθίζοντας σαν βρεθούν σ’ ομήγυρη που θεωρούν εμπειρογνωμοσύνης. Αλλάζουν και άλλα πολλά, ντύνονται, χτενίζονται. Και εκεί που αποφαίνεσαι πως δεν χάνεις τίποτα να παραμένεις αυτόπτης των λέξεων –τσουπ!- συγκάλυψη. Τη γροθιά χτυπάς, κράζοντας πως προδώσαν τον ενθουσιασμό σου. Και η καρδιά χτυπά γοργά, σύγχρονο θέατρο. Βλέπουν οι λέξεις, κολακεύονται, φορούν χαμόγελα και χάνονται. Μένεις ξοπίσω, με μάτια μισόκλειστα: «Άχ, οι έλξεις!»

… Ώπα, σαρδάμ. Ή μήπως όχι;