Γιατί και Πώς

Day 1,516, 08:56 Published in Greece Greece by Asterios C

…ζουν ανάμεσά μας. Όχι, αυτό είναι από αλλού! 😉

Η αλήθεια είναι δεν ήξερα πώς να ξεκινήσω αυτό το άρθρο. Αλλά δε μ’ ένοιαζε, ήξερα γιατί. Η τροπικότητα (πώς) και η αιτιότητα (γιατί) είναι δύο θεμελιώδεις έννοιες στις συλλογιστικές διεργασίες της νόησης. Ο εντοπισμός και η ταυτοποίησή τους σε οποιοδήποτε γνωσιακό καταστασιακό πλαίσιο εγκαλεί τη διαθεσιμότητα διανοητικών πόρων ευρείας κλίμακας.

Σε μια διαγραμματική διανυσματική θεώρηση, θα ήταν δυνατό να τις αντιληφτούμε ως δύο αντικείμενες δυνάμεις. Η τροπικότητα εξετάζει θέματα διαδικασίας και επομένως είναι μέτα-αναφορική, ενώ η αιτιότητα θέματα σκοπιμότητας και επομένως είναι προ-αναφορική. Προσοχή, οι δυνάμεις δεν είναι απαραίτητα αντίρροπες μιας και δεν προϋποθέτουν κοινό σημείο εφαρμογής.

Φανξιοναλιστικώς η τροπικότητα προέχει γιατί εισφέρει τη συστοιχία πληροφοριών αμέσως εκμεταλλεύσιμες προς μεγιστοποίηση της επιτευξιμότητας. Σ’ αυτό το πλαίσιο η αιτιότητα μπορεί να εκλαμβάνεται ακόμη κι ως παράγοντας εντροπίας. Σε μια κοινωνία που υπερεκτιμά το αποτέλεσμα είναι λογικό να ιεραρχείται υψηλά το πώς και η ενασχόληση με το γιατί να θεωρείται απλώς χάσιμο χρόνου.

Όταν η απάντηση στο «Κάνε/Γίνε x!» είναι αυτομάτως «Πώς;» συνεπακόλουθα αποδεχόμαστε: α) ο εντολέας έχει εξουσία να μας υποδείξει τρόπο δράσης και επομένως εμβιούμε προς αυτόν σε μειονεκτική θέση ισχύος, β) το πρακτέο/γινόμενο x είναι αναπόφευκτο ή/και αναγκαίο και γ) η μετά-x κατάσταση έγκειται εκτός πεδίου θεώρησης και επισκιάζεται από την πρόθεση της διαδικασίας μετάβασης από την προ-x στην εις-x.

α) Ας αναλογιστούμε τα ζεύγη: εργοδότης-εργαζόμενος ή προϊστάμενος-υφιστάμενος, γονέας-παιδί ή κηδεμών-κηδεμονευόμενος, δάσκαλος-μαθητής, ιερέας-ποίμνιο. Όλα τους εγκαλούν μια στατική μονοσήμαντη σχέση ισχύος, όπου το αριστερό σκέλος κυριαρχεί εξ’ ορισμού επί του δεξιού. Σε κάθε μια από τις παραπάνω περιπτώσεις οι ερωτήσεις τύπου «πώς» εκ μέρους του δεξιού σκέλους είναι ευπρόσδεκτες, σημείο προθυμίας, συνεργασιμότητας και δείκτης προσωπικής ανέλιξης. Αποτελούν έμμεση επιβεβαίωση της σχέσης ισχύος και επομένως εν δυνάμει κολακείες. Θα λάβουν δε συχνά τυποποιημένη εξαντλητική απάντηση, ίσως με μια δόση αυταρέσκειας.

Δε συμβαίνει το ίδιο με τις ερωτήσεις τύπου «γιατί». Αυτές αντιμετωπίζονται με απροθυμία και δυσανασχέτηση, ενώ παρατηρείτε σχετική δυστοκία στην προσφορά απάντησης. Η συντριπτική πλειοψηφία των γονέων, λόγου χάρη, θα συνομολογούσαν πως υπήρξε μία τουλάχιστον φορά που έχουν βρεθεί σε αμηχανία μπροστά σε κάποιο αφοπλιστικό γιατί των παιδιών τους. Οι ερωτήσεις τύπου «γιατί» αντιλαμβάνονται ως προσπάθεια ανατροπής της καθεστηκυίας σχέσης ισχύος, γι’ αυτό και ο ερωτώμενος τείνει συχνά να λάβει αμυντική στάση απέναντί τους. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως μια διέξοδος από τη δεινή θέση είναι η απόκριση «Έτσι!», που όμως τεχνικώς είναι απάντηση σε ερώτηση τύπου «πώς»!

Οι σχέσεις ισχύος είναι εγχαραγμένες στην κοινωνική λειτουργία και δεν μπορούμε να τις εξαλείψουμε ή να τις αγνοήσουμε. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να φροντίσουμε να διαμορφώνονται δυναμικά, ενθαρρύνοντας την αμφιδρομικότητα. Έτσι αποτρέπεται η παγίωση σχέσεων μιας κατεύθυνσης που θα μπορούσαν να επικυρώσουν υπερ-εξουσίες και κατά συνέπεια αυταρχικές συμπεριφορές.

β) Αν το x δεν αναπόφευκτο ή αναγκαίο υπό συνθήκη Α την οποία κρίνουμε ικανοποιητική οφείλουμε να διερωτηθούμε αν το μη-x είναι προτιμητέο ή αν μπορούμε να διαπραγματευτούμε μια ικανοποιητική συνθήκη, είτε τύπου Α΄ είτε Β. Ρωτάμε επομένως «Γιατί x;» προς διερεύνηση εναλλακτικών δράσεων, συμπεριλαμβανομένης και της πιθανότητα μη-δράσης.

Ακόμη και στην περίπτωση που το x είναι όντως αναπόφευκτο η ερώτηση «Γιατί x;» είναι ένα αξιόπιστο τεστ επαληθευσιμότητας, μιας και η απόκριση θα περιλαμβάνει αναγκαστικά περιττές, κυκλικές ή αυταπόδεικτες συλλογιστικές. Τότε όμως και η ερώτηση «Πώς x;» δεν έχει και ιδιαίτερη βαρύτητα, παρά μόνο από άποψη χρονικότητας, εφόσον το x θα προκύψει ούτως ή άλλως.

γ) Λογικό επόμενο είναι ένα μυαλό που έχει εκπαιδευθεί να απαξιώνει την αιτιότητα να μην μπορεί να αντιληφθεί ή να εκτιμήσει καταλλήλως την έννοια «συνέπειες», πόσο δε μάλλον να προβλέψει ενδεχόμενες ανεπιθύμητες συνέπειες, τις επιπτώσεις, και να προνοήσει σχετικώς. Όταν καθ’ επίβλεψη της τροπικότητας το πρακτέο/γινόμενο x γίνει πραχθέν/γεγονός x΄, ο κόσμος έχει αλλάξει. Ένα σύστημα έχει διαταραχθεί και πλέον δονούμενο αγωνίζεται να επιστρέψει σε κατάσταση ισορροπίας. Κατά την ανακλαστική αυτή διαδικασία ανακύπτουν ποικίλα άλλα πραχθέντα/γεγονότα, έστω y και z, που επέφερε αιτιατά το πραχθέν/γεγονός x΄.

Αν δεν μεσολαβήσει η προ-ελεγκτική συλλογιστική διαδικασία της αιτιότητας τα πραχθέντα/γεγονότα y και z που θα ανακύψουν, ως μη προβλεπόμενα, θα είναι ανεξέλεγκτα. Μπορεί δε προτού είμαστε σε θέση να τα περιορίσουμε, καταστείλουμε ή αναστείλουμε να προλάβουν να προκαλέσουν περεταίρω ανακλαστικές αντιδράσεις του συστήματος και η νέα αντίδραση νέα απρόβλεπτα, ανεξέλεγκτα πραχθέντα/γεγονότα και ου το καθεξής κατά γεωμετρική πρόοδο.

Αντιλαμβανόμαστε επομένως πόσο σημαντικό είναι να διερωτόμαστε «Γιατί x;» και να συναινούμε στη τροπή του σε x΄ μονάχα εφόσον λάβουμε ικανοποιητικές διασφαλίσεις πως η ανακύπτουσα αλληλουχία πραχθέντων/γεγονότων εξ’ αυτού μπορεί να καταστεί εξίσου ελεγχόμενη και μάλιστα με την ίδια μεθοδικότητα που υποδεικνύει η τροπικότητα τροπής του x σε x΄.

Βάλτε το «γιατί» στη ζωή σας. Δε θα ξαναβιώσετε τον αποπροσανατολισμό, την αδυναμία, τη ματαιότητα.

Κάντε τώρα vote το άρθρο! :Ρ