Η κάθοδος των Μυρίων (ΤΟ ΕΠΟΣ)

Day 3,525, 09:55 Published in Greece North Macedonia by Philopoimin

Άνοιξη του 401 π Χ: Οι μισθοφόροι Έλληνες ξεκινούν από τις Σάρδεις μαζί με το στρατό του Κύρου, περνούν την Κιλικία και τη Μεσοποταμία και το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς συγκρούονται στα Κούναξα με το στρατό το βασιλιά Αρταξέρξη σε εναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο.

Μετά την ήττα και το θάνατο του Κύρου εκεί κοντά στη μυθική Βαβυλώνα και αφού αρνούνται να παραδώσουν τα όπλα τους στους Πέρσες, περνούν τον ποταμό Τίγρη και φτάνουν στις όχθες του ποταμού Ζαπάτα. Εκεί χάνουν τους στρατηγούς τους που τους σκοτώνουν με δόλο οι Πέρσες, αφού τους κάλεσαν στις σκηνές τους για να συζητήσουν τάχα. Εκλέγουν νέους στρατηγούς και ξεκινούν για την επιστροφή στην πατρίδα.

Αλλά δεν είναι τόσο απλό. Ο περσικός στρατός τους παρακολουθεί, τους στήνει ενέδρες, τους επιτίθεται. Είναι υποχρεωμένοι να ακολουθήσουν μια πολύπλοκη διαδρομή για να τον αποφύγουν και περιπλανιούνται σε άγνωστες και επικίνδυνες περιοχές.

Περνούν τον ποταμό Ζαπάτα και μπαίνουν στη χώρα των Καρδούχων (προγόνων των σημερινών Κούρδων). Συνεχίζουν προς τα βόρεια μέσα από τα δύσβατα και ψηλά βουνά της χώρας, ενώ οι Καρδούχοι, πολεμικός λαός μαθημένος να ζει σ’ εκείνες τις απρόσιτες περιοχές, τους επιτίθεται διαρκώς. Οι Έλληνες προχωρούν με δυσκολία μέσα στα παγωμένα βουνά, τους γκρεμούς και τις σφοδρές ανεμοθύελλες.

Επί τέλους τον Δεκέμβριο του 400 π Χ βγαίνουν από την Καρδουχία και στρατοπεδεύουν στην πεδιάδα του ποταμού Κεντρίτη, παραπόταμου του Τίγρη, στα σύνορα μεταξύ Καρδουχίας και Αρμενίας. Εδώ τους περιμένουν άλλοι εχθρικοί ιθαγενείς από την απέναντι όχθη. Είναι πεζοί και ιππείς Αρμένιοι έτοιμοι να τους επιτεθούν. Έχουν λοιπόν μπροστά τους Αρμένιους και πίσω τους Καρδούχους. Ξεφεύγουν με τέχνασμα και από τους δύο, περνούν τον Κεντρίτη ποταμό και διασχίζουν την Αρμενία.

Εδώ δοκιμάζονται από τις σκληρές κλιματολογικές συνθήκες, από την πείνα και από τις δύσβατες οροσειρές που πρέπει να περάσουν. Φτάνουν στον ποταμό Φάση, τον περνούν κι αυτόν κι έρχονται αντιμέτωποι με άλλους παραταγμένους ιθαγενείς, άγριους και ανυπόταχτους, τους Χάλυβες, τους Ταόχους και τους Φασιανούς. Τους νικούν κι αυτούς και μπαίνουν στη χώρα των Ταόχων. Μετά περνούν τη χώρα των Χαλύβων και φτάνουν στον ποταμό Άρπασο. Τον διαβαίνουν κι αυτόν. Διασχίζουν τη χώρα των Σκυθηνών και φτάνουν στην πόλη Γυμνιάδα, όπου για πρώτη φορά επί τέλους οι αλλόγλωσσοι ξένοι τούς υποδέχονται φιλικά. Εκεί πληροφορούνται ότι με πορεία λίγων ημερών θα φτάσουν στην ελληνική πόλη Τραπεζούντα. Πράγματι μετά από πορεία πέντε ημερών αντικρίζουν από το όρος Θήχη τον Εύξεινο Πόντο στο βάθος. Η χαρά τους είναι απερίγραπτη, βρίσκονται πια πολύ κοντά σε ελληνική πόλη. Είναι ήδη Μάρτιος του 400 π Χ.

Μπορεί να μην έχουμε ιδέα για τις φοβερές περιπέτειες αυτών των Ελλήνων που η ατυχία τους τους έφερε να περιπλανηθούν στις αφιλόξενες και δύσβατες χώρες της Ασίας, αλλά όλοι ξέρουμε την περίφημη φράση «Θάλαττα, θάλαττα!» που ξεφώνησαν, όταν είδαν τον Πόντο και με πόση συγκίνηση αγκαλιάζονταν και φιλιούνταν οι 8.600 άνδρες που βγήκαν ζωντανοί από αυτόν τον εφιάλτη. 4.400 Έλληνες χάθηκαν από τις κακουχίες και τις επιθέσεις των ιθαγενών πληθυσμών.

Αυτό που έκαναν ήταν ένας άθλος. Οι Έλληνες μισθοφόροι, στην ουσία μια χούφτα άνθρωποι σε σύγκριση με τον όγκο του εχθρικού στρατεύματος που τους περιέβαλλε, κατάφεραν να αποφύγουν τον περσικό στρατό, διέσχισαν ορεινές χώρες μέσα σε βαρύτατο χειμώνα, διάβηκαν ποτάμια, σκαρφάλωσαν σε όρη απόκρημνα, αντιμετώπισαν πληθυσμούς εχθρικούς που τους επιτέθηκαν με αγριότητα και έφτασαν σε ελληνικό έδαφος ύστερα από εφτά περίπου μήνες μετά τη μάχη στα Κούναξα και το θάνατο του Κύρου. Μεταξύ αυτών και ο Ξενοφών, ο γραμματισμένος κύριος. Χωρίς αυτόν οι συμπατριώτες του ίσως δεν θα τα κατάφερναν να γυρίσουν στην πατρίδα.

Μην ξεχνάμε ότι αυτοί οι 13.000 Έλληνες δεν ήταν και ό,τι καλύτερο είχε να επιδείξει η Ελλάδα εκείνης της εποχής. Στην πραγματικότητα το μισθοφορικό εκείνο στράτευμα έμοιαζε περισσότερο με συμμορία.

Περικυκλωμένοι από παντού από εχθρούς, σε μέρη άγνωστα όπου ζουν λαοί αλλόγλωσσοι και αφιλόξενοι καταλαβαίνουν ενστικτωδώς ότι πρέπει να είναι ενωμένοι, αν θέλουν να σωθούν. Αλλά ακόμα και τότε που ο κοινός κίνδυνος είναι προφανής, όσοι νομίζουν ότι μπορούν να σωθούν με τη λιποταξία, δεν διστάζουν να το κάνουν. Ωστόσο δεν είναι όλοι του ιδίου φυράματος. Υπάρχουν πολλοί ανάμεσά τους που έχουν το αίσθημα της τιμής και σε ορισμένες περιπτώσεις προσφέρονται να θυσιαστούν υπέρ του συνόλου.

Τι μόρφωση έχουν άραγε αυτά τα άτομα; Εντελώς αγράμματοι δεν φαίνεται να είναι, γιατί αναφέρονται στον Όμηρο πότε-πότε ή σε άλλους ποιητές συγχρόνους τους. Τα ήθη τους είναι αυτά που έχουν και οι άλλοι Έλληνες σε καιρό πολέμου. Πολλοί από αυτούς κουβαλούν μαζί τους γυναίκες που έχουν από κάπου αρπάξει ή πόρνες.

Μετά από όλα αυτά έχουμε πλέον σχηματίσει μια εικόνα περί που ποιού των Μυρίων. Δεν είναι οι Έλληνες που ξέρουμε από την Ιστορία, οι γενναίοι υπερασπιστές της ελευθερίας στο Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα, οι υψηλόφρονες τραγικοί ποιητές που έκαναν το κοινό να δακρύζει, οι αρχιτέκτονες που έφτιαξαν τον Παρθενώνα, οι γλύπτες που απαθανάτισαν την ομορφιά του ανθρώπινου σώματος, οι ρήτορες που μιλούσαν στην Εκκλησία του Δήμου, οι φιλόσοφοι που ερευνούσαν με σοβαρότητα τα ανθρώπινα και τα θεία.

Πρόκειται μάλλον για κατακάθια της ελληνικής κοινωνίας. Αλλά τι κατακάθια! Γενναίοι, όταν χρειάζεται να υπερασπίσουν αυτό που κατέχουν, τη ζωή τους δηλαδή, ανθεκτικοί στις πάσης φύσεως κακουχίες, καρτερικοί, κατάφεραν να επιζήσουν από μια περιπέτεια που άλλους θα τους είχε στείλει στον άλλο κόσμο από την αρχή κιόλας της προσπάθειάς τους.

Προδόθηκαν από τον Κύρο που τους παρέσυρε σε ένα πόλεμο που αγνοούσαν, έχασαν τον αρχηγούς τους που τους παγίδεψαν και τους δολοφόνησαν οι Πέρσες, καταδιώχθηκαν από τον ασυγκρίτως υπέρτερο περσικό στρατό και παρ’ όλα αυτά κατάφεραν να ξεφύγουν από την καρδιά του περσικού κράτους, να περάσουν μέσα από ξένες χώρες και άγνωστους εχθρικούς λαούς και να επιστρέψουν στην πατρίδα. Ποτέ στρατός αποτελούμενος από στρατιώτες τόσο ανεξάρτητους δεν βρέθηκε τόσο χρόνο και σε τόσο κρίσιμες περιστάσεις σε συνεχή αγώνα προς τους εχθρούς του και δεν διαλύθηκε.

Δεν είναι επομένως παράξενο που ο Μέγας Αλέξανδρος μελέτησε την Κύρου Ανάβαση με προσοχή και διδάχτηκε από τη συνετή στάση του Ξενοφώντα απέναντι στους απείθαρχους στρατιώτες.

Παραθέτουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από την Κύρου Ανάβαση που αναφέρεται στις κακουχίες που δοκίμασαν οι θρυλικοί εκείνοι Μύριοι:

«Ακολουθούσαν μερικοί από τους εχθρούς και άρπαζαν όσα υποζύγια δεν μπορούσαν να προχωρήσουν και τσακώνονταν μεταξύ τους γι’ αυτά. Και όσοι στρατιώτες είχαν χάσει την όρασή τους (Σημ: λόγω του χιονιού) και όσων τα δάχτυλα των ποδιών είχαν σαπίσει από το ψύχος έμεναν πίσω. Για την όραση ένα βοήθημα κατά του χιονιού ήταν να προχωρεί κανείς κρατώντας μπροστά από τα μάτια του κάτι μαύρο. Για τα πόδια βοηθούσε να κινείται συνέχεια και να μη σταματά ποτέ και τη νύχτα να βγάζει τα παπούτσια του. Όσοι κοιμούνταν φορώντας τα παπούτσια τους, χώνονταν οι ιμάντες μέσα στα πόδια τους και τα παπούτσια κοκάλωναν γύρω- γύρω. Γιατί φορούσαν τσαρούχια φτιαγμένα από δέρμα νεόγδαρτων βοδιών, καθώς τα παλιά τους παπούτσια είχαν λιώσει».
(Ξενοφ. Κύρου Ανάβασις, βιβλ. Δ΄ , κεφ. ε, 12-14).

ΥΓ:στα καλά μας και στα άσχημα μας,ξέρουμε να βγαίνουμε νικητές.Όπως και στην πραγματική ζωή,έτσι και εδώ στην e-Greece δεν πρόκειται να το βάλουμε κάτω,οσο και αν προσπαθήσουν οι e-εχθροί μας. Θαρσείν χρή ταχ' αύριον έσετ΄ άμεινον