MACEDONIA. Fallacies and facts. [Part Three]

Day 1,512, 09:10 Published in Greece Greece by Godfevour
Πριν ξεκινήσατε να διαβάσετε το άρθρο, διαβάστε τα προηγούμενα δύο μέρη ή κάντε μια επανάληψη.

# MACEDONIA. Fallacies and facts [Part One]
# MACEDONIA. Fallacies and facts [Part Two]


* 15η Εσφαλμένη αντίληψη
Υπήρχε μία αρχαία Ελληνική γλώσσα. Οι αρχαίοι Μακεδόνες μιλούσαν Μακεδονικά και όχι Ελληνικά.

Γλωσσολογικώς δεν υπάρχει πραγματική διάκριση μεταξύ διαλέκτου και γλώσσας χωρίς έναν ορισμένο παράγοντα. Ο κόσμος συνήθως λαμβάνει υπ' όψιν τον πολιτικό παράγοντα για να διακρίνει γλώσσα από διάλεκτο. Εφ' όσον η Πανελλαδική περιοχή αποτελείτο από πολλές μικρές περιοχές (Αττική, Λακεδαίμων, Κόρινθος, κλπ.), και μεγαλύτερες περιοχές (Μολοσία, Θεσπρωτία, Μακεδονία, Ακαρνανία, Αιτωλία, κλπ) οι Έλληνες νόμιζαν ότι μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες, ενώ στην πραγματικότητα όλες αυτές οι γλώσσες δεν ήταν τίποτε άλλο παρά παραλλαγές της Ελληνικής γλώσσας Η πιο εξελιγμένη όλων αυτών των Ελληνικών διαλέκτων ήταν η διάλεκτος των Αθηνών, η λεγομένη Αττική διάλεκτος. Όταν ο κοινός κόσμος αναφέρεται στην «αρχαία Ελληνική γλώσσα» εννοεί την Αττική διάλεκτο και οποιαδήποτε σύγκριση μεταξύ της Μακεδονικής διαλέκτου και της αρχαίας Ελληνικής, είναι στην πραγματικότητα σύγκριση μεταξύ Αττικής και Μακεδονικής. Η διαφορά μεταξύ της Μακεδονικής και Αττικής διαλέκτου είναι παρόμοια με τη διαφορά μεταξύ κατωτέρας και ανωτέρας Γερμανικής γλώσσας. Κανείς δεν αμφιβάλλει πως και οι δυο διάλεκτοι είναι Γερμανικής προελεύσεως, αν και διαφέρουν μεταξύ τους. Ένα άλλο πολυδιαλεκτικό παράδειγμα είναι το γλωσσολογικό καθεστώς που υπάρχει σήμερα στην Ιταλία. Η επίσημος γλώσσα της χώρας είναι η της Φλωρεντίας, αλλά ο λαός ακόμη μιλά τις διαλέκτους του. Δύο άτομα από διαφορετικές περιοχές της Ιταλίας δεν μπορούν να επικοινωνήσουν εάν μιλούν τις αντιστοίχους διαλέκτους, αλλά και οι δυο τους μιλούν την Ιταλική γλώσσα. Γιατί η αρχαία Ελληνική τυγχάνει διαφορετικής μεταχειρήσεως;

Εκείνη την εποχή οι Έλληνες μιλούσαν περισσότερες από 200 Ελληνικές διαλέκτους ή γλώσσες, όπως τις ονόμαζαν. Οι πιο γνωστές από τις διαλέκτους είναι η Ιωνική, Αττική, Δωρική, Αιολική, Κυπριακή, Αρκαδική, Αιτωλική, Ακαρναϊκή, Μακεδονική και Λοκρική. Επιπλέον γνωρίζουμε πως οι Ρωμαίοι θεωρούσαν τους Μακεδόνες ως Ελληνόφωνες. Ο Ρωμαίος ιστορικός Τίτος Λίβιος γράφει «…οι Αιτωλοί, οι Ακαρνανοί και οι Μακεδόνες, άνδρες ομοίας γλώσσης, ενωμένοι ή χωρισμένοι λόγω ασήμαντων αιτιών οι οποίες εμφανίζονται από καιρού εις καιρόν…» (Λίβιος, Ιστορία της Ρώμης, βιβλίον ΧΧΧ παρ. ΧΧΙΧ). Οι Αιτωλοί και Ακαρνάνες ήσαν αναμφισβητήτως Ελληνικές φυλές. Σε μια άλλη περίσταση ο Λίβιος γράφει: «…(Ο Στρατηγός Paulus) κάθισε στο επίσημο κάθισμά του περιτριγυρισμένος από πλήθος Μακεδόνων…οι ανακοινώσεις του μεταφράστηκαν στην Ελληνική και επαναλήφθηκαν από τον πραίτορα Gnaeus Octavius…». Εάν το πλήθος των Μακεδόνων σ' αυτή τη συγκέντρωση δεν μιλούσε Ελληνικά, γιατί οι Ρωμαίοι αισθάνθηκαν την ανάγκη να μεταφράσουν το λόγο του Paulus στα Ελληνικά; (Λίβιος, Ιστορία της Ρώμης, β. ΧLV, παρ. ΧΧΙΧ).

Η Μακεδονική διάλεκτος ήταν Αιολική διάλεκτος και ανήκε στο σύνολο των Δυτικών Ελληνικών γλωσσών (Hammond, Η Μακεδονική Πολιτεία, σελ. 193). Όλες αυτές οι διάλεκτοι διαφέρουν η μια από την άλλη, αλλά όχι τόσο ώστε δυο άτομα τα οποία προέρχονται από διαφορετικές περιοχές της Ελλάδας να μην καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλο. Η Στρατιωτική Γιουγκοσλαβική Εγκυκλοπαίδεια, έκδοση 1974 (Γράμμα Μ. Σελ. 219), μια πολύ ανθελληνικώς προκατειλημμένη έκδοση, αναφέρει: «…u doba rimske invazije, njihov jezik bio grcki, ali se dva veka ranije dosta razlikovao od njega, mada ne toliko da se ta dva naroda nisu mogla sporazumevati». (…τον καιρό της Ρωμαϊκής εισβολής, η γλώσσα τους ήταν Ελληνική, αλλά δύο αιώνες πριν, ήταν αρκετά διαφορετική, αλλά όχι τόσο ώστε οι δύο λαοί να μην καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλον).

Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η κατάσταση στην απέραντη αυτοκρατορία άλλαξε σε μια νέα πραγματικότητα. Ο Φαραώ της Αιγύπτου, Πτολεμαίος ΙΙ, ο Φιλάδελφος (308-246 π.Χ.), αντελήφθη πως η ενοποίηση των Ελλήνων και η απεραντοσύνη της Αυτοκρατορίας απαιτούσαν τη σταθεροποίηση της ήδη καθομιλουμένης γλώσσας, της Κοινής. Η Ελληνική ήταν η καθιερωμένη γλώσσα του αχανούς Ελληνιστικού κόσμου των τεσσάρων βασιλείων των Διαδόχων. Αν και ήταν η ομιλούμενη γλώσσα, δεν υπήρχε όμως κοινό αλφάβητο, αλλά ούτε γραμματική είχε επινοηθεί.

Η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στα 280 π.Χ. ήταν ήδη το Πολιτιστικό Κέντρο της Αυτοκρατορίας. Ο Πτολεμαίος Β’ ανέθεσε στον Αριστέα, έναν Αθηναίο λόγιο, να δημιουργήσει τη γραμματική της νέας γλώσσας, ούτως ώστε όχι μόνον οι Έλληνες κάτοικοι θα μπορούσαν να μιλήσουν, αλλά όλοι γενικώς οι υπήκοοι της Αυτοκρατορίας. Έτσι λοιπόν, ο Αριστέας χρησιμοποίησε την Αττική διάλεκτο ως βάση της νέας γλώσσας. Επιπλέον ο Αριστέας και οι λόγιοι που τον βοηθούσαν στη δημιουργία της, αφαίρεσαν τις Αττικές ιδιοσυγκρασίες της γλώσσας, προσέθεσαν νέες λέξεις, καθώς και γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες, κυρίως από τη Δωρική, Ιωνική και Αιολική διάλεκτο. Τίποτε δεν συμπεριλήφθηκε από τη Σπαρτιατική Δωρική (βλέπε Τσακωνική διάλεκτος). Έτσι λοιπόν σταθεροποίησαν την Ελληνική γλώσσα, την ονομαζόμενη ΚΟΙΝΗ.

Η γλώσσα όμως δεν είχε τελειοποιηθεί. Οι μη Έλληνες αντιμετώπιζαν δυσκολίες στο διάβασμα, εφ' όσον δεν υπήρχε διαχωρισμός μεταξύ λέξεων, προτάσεων και παραγράφων. Τα γράμματα ήταν συνεχόμενα, το ένα δίπλα στο άλλο. Επιπλέον δεν μπορούσαν να εκφράσουν τα αισθήματά τους και δεν υπήρχε τόνος ομιλίας στο γραπτό λόγο. Εκείνη την εποχή η καθομιλουμένη Ελληνική ήταν μελωδική γλώσσα, περισσότερο μελωδική απ' ότι είναι η Ιταλική σήμερα. Το σύστημα των παραγράφων, προτάσεων, και μερικών συμβόλων και σημείων στίξεως όπως ~.;`!, ήταν αποτέλεσμα συνεχούς βελτιώσεως και τελειοποιήσεως της γλώσσας, με συμβολή πολλών λογίων Ελλήνων σε παγκόσμιο επίπεδο.

Την εποχή εκείνη, διάφορες Ελληνικές πόλεις χρησιμοποιούσαν διαφορετικά αλφάβητα τα οποία περιείχαν γράμματα τα οποία αντιπροσώπευαν φθόγγους της συγκεκριμένης διαλέκτου. Υπήρχαν δύο κυρίως κατηγορίες, τα Ανατολικά και Δυτικά αλφάβητα. Το πρώτο επίσημο αλφάβητο παρέλειψε γράμματα που δεν χρησιμοποιούνταν πλέον ( σαμπί, κόππα, δίγαμμα το οποίο είναι επίσης γνωστό και ως στίγμα [στ’] στους Ελληνικούς αριθμούς) και παρουσίασε ένα αλφάβητο με 24 γράμματα για την νέα Κοινή γλώσσα. Η συμπερίληψη όμως μικρών γραμμάτων στο γραπτό λόγο δεν έγινε αμέσως, αλλά πήρε μερικούς αιώνες κατόπιν της σταθεροποιήσεως της Κοινής.

Εφ' όσον η καινούργια γλώσσα τελειοποιήθηκε με τα σύμβολά της, οι Εβραίοι της Αιγύπτου θεώρησαν πως ήταν ευκαιρία να μεταφράσουν τα θρησκευτικά τους βιβλία στην Ελληνική γλώσσα, αφού ήταν η γλώσσα της Εβραϊκής Διασποράς. Λοιπόν, στο νησί Φάρος, στη είσοδο του λιμένος της Αλεξανδρείας , απομονώθηκαν 72 Εβραίοι λόγιοι και μετέφρασαν τα ιερά τους βιβλία (Τοράχ, Νεβι’ίμ, Κετουβίμ, κλπ) από την αραμαϊκή και εβραϊκή στην νεοδημιουργημένη Ελληνική Κοινή γλώσσα. Η μετάφραση αυτή είναι γνωστή ως η των Εβδομήκοντα. Η Κοινή εν τω μεταξύ εξελίχθη και μέσα σε δύο με τρεις αιώνες κατέληξε να διαμορφωθεί στη γλώσσα την οποία διάφοροι λόγιοι ονομάζουν Βιβλική Ελληνική. Είναι γεγονός πως μόνον άτομα που έχουν μελετήσει την Αττική διάλεκτο μπορούν να αντιληφθούν τη διαφορά μεταξύ της Ελληνικής των Εβδομήκοντα και της Ελληνικής της Καινής Διαθήκης.

Αν και η Κοινή ήταν η επίσημος γλώσσα, σε γενικές γραμμές, οι απλοϊκοί άνθρωποι συνέχισαν να χρησιμοποιούν τις δικές τους διαλέκτους κι εδώ κι εκεί μπορούσε κάποιος να επισημάνει στοιχεία της Αττικής διαλέκτου, όπως π.χ. στην Καινή Διαθήκη. Το Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο και η Αποκάλυψη είναι έγγραφα γραμμένα σε τέλεια Αττική. Τα άλλα τρία Συνοπτικά Ευαγγέλια γράφτηκαν στην Κοινή με προσθήκες σημιτικών γραμματικών εννοιών (π.χ. η Εβραϊκή Γενική) και επινοημένο λεξιλόγιο (π.χ. ο επιούσιος).

Το αποτέλεσμα είναι πως σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν πολλές παραλλαγές στην ομιλία, όχι όμως σε βαθμό που δυο άτομα δεν μπορούν να καταλάβουν ο ένας τον άλλο. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν διαφορές στην ομιλούμενη γλώσσα. Σήμερα η επίσημη Ελληνική γλώσσα αποδέχεται μόνον την Τσακωνική, η οποία είναι φυσική εξέλιξη της αρχαίας Δωρικής διαλέκτου της Σπάρτης. Η Δημοτική είναι εξέλιξη της Δωρικής, ενώ η Καθαρεύουσα, η οποία είναι μια κατασκευασμένη γλώσσα, βασίζεται στην Κλασσική ή Αττική διάλεκτο. Σήμερα η ομιλία στην Ελλάδα διαφέρει από τόπο σε τόπο και πολλές φορές ένα ανεκπαίδευτο αυτί μπορεί να αντιμετωπίσει δυσκολία κατανοήσεως τοπικών διαλέκτων. Η ποντιακή και η κυπριακή είναι δύσκολες διάλεκτοι για άτομα που δεν είναι εξοικειωμένα με Ελληνικές διαλέκτους. Η Τσακωνική, η απόγονος της Σπαρτιατικής Δωρικής, γίνεται σχεδόν ακατανόητη διάλεκτος για κάποιον που δεν είναι εξοικειωμένος με τη διάλεκτο αυτή.

Η Μακεδονία έφερε διάφορα ονόματα. Στην αρχή οι Μακεδόνες της έδωσαν το όνομα Ημαθία (από τον αρχηγό τους Ημαθίων). Ετυμολογικώς προέρχεται από τη λέξη άμαθος, αμαθόεις και σημαίνει άμμος, αμμώδης. Από τώρα και στο εξής όλα τα ονόματα που προσδιορίζουν αυτό το χώρο είναι Ελληνικά. Αργότερα ονομάστηκε Μακετία ή Μακέσσα και τελικά Μακεδονία. Η τελευταία ονομασία προέρχεται από τη Δωρική/Αιολική λέξη "μάκος" (στην Αττική "μήκος") η οποία σημαίνει μήκος, μάκρος (βλ. Ομήρου, Οδύσσεια, VII, 106) και έτσι η λέξη Μακεδνός σημαίνει τον μακρύ, τον ψηλό, αλλά και τον ορεσίβιο, τον βουνίσιο (Ορέσται, Έλληνες).

Στην πόλη Όπη, κοντά στη Βαβυλώνα όταν οι Μακεδόνες στρατιώτες στασίασαν εναντίον του Αλεξάνδρου, ο Μέγας Αλέξανδρος απευθύνθηκε στο Μακεδονικό στρατό του, μιλώντας τους στην Ελληνική (Αρριανός, Ανάβαση του Αλεξάνδρου, VII, 9,10). Οι στρατιώτες του ακούγοντας τον Αρχηγό τους να τους μιλά με αυτόν τον τρόπο έμειναν άναυδοι. Είχαν αναστατωθεί. Αμέσως μόλις ο Αλέξανδρος μπήκε στο παλάτι του απαίτησαν να μπουν κι αυτοί στο παλάτι για να του μιλήσουν.

Ο Αλέξανδρος αμέσως βγήκε έξω μόλις άκουσε πως οι στρατιώτες του ήθελαν να του μιλήσουν. Τους είδε στενοχωρημένους και πολλοί έκλαιγαν και θρηνούσαν. Όταν ο Αλέξανδρος αντίκρισε τους οδυρόμενους στρατιώτες του και αυτός με τη σειρά του δάκρυσε. Προσπάθησε να τους μιλήσει, αλλά αυτοί άρχισαν να εκλιπαρούν τον στρατηγό τους. Ένας μάλιστα, ονομαζόμενος Καλλύνης, ο οποίος ήταν πιο ηλικιωμένος από τους λοιπούς στρατιώτες και κατείχε δεσπόζουσα θέση στο Ιππικό των Εταίρων, είπε «Ω βασιλεύ, αυτά που προξενούν λύπην εις τούς Μακεδόνας είναι το ότι συ τώρα έχεις ως ομοτίμους σου ορισμένους Πέρσας και οι Πέρσαι αποκαλούνται συγγενείς του Αλεξάνδρου και σε φιλούν. ουδείς δε εκ των Μακεδόνων απήλαυσε μέχρι σήμερον την τιμήν ταύτην».(Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβασις, VII, 8-10).

Η άνωθεν ιστορία φανερώνει καθαρώς ότι οι Μακεδόνες μιλούσαν Ελληνικά εφ' όσον μπορούσαν να καταλάβουν τι τους έλεγε ο Αλέξανδρος. Υπήρχαν χιλιάδες Μακεδόνες στρατιώτες και όχι μόνον μερικοί που έτυχε να μιλούν την Ελληνική γλώσσα. Θα ήταν αλήθεια εκτός πραγματικότητας αν ο Αλέξανδρος τους μιλούσε σε γλώσσα που υποτίθεται δεν καταλάβαιναν. Είναι αδύνατον να πιστέψει κανείς πως οι Μακεδόνες στρατιώτες είχαν συγκινηθεί τόσο πολύ σε σημείο που να κλαίγουν και να οδύρονται ακούγοντας τα λόγια του αρχηγού τους σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαιναν. Δεν υπάρχει καμιά περίπτωση πως οι Μακεδόνες στρατιώτες είχαν πάρει μαθήματα Ελληνικής και έμαθαν τη γλώσσα σε είκοσι λεπτά ταυτοχρόνως καθώς τους μιλούσε ο Αλέξανδρος.

Επιπλέον οι Μακεδόνες φορούσαν ένα χαρακτηριστικό καπέλο, την "καυσία" (Πολύβιος IV 4,5, Ευστάθιος 1958, Αρριανός Αλεξάνδρου Ανάβασις, VII 22, Στουρζ, Η Μακεδονική Διάλεκτος, 41) που τους ξεχώριζε από τους λοιπούς Έλληνες. Η λέξη "καυσία" προέρχεται από την Ελληνική λέξη για καύση, ζέστη, εξ ου και καύσων. Γι αυτό το λόγο οι Πέρσες τους αποκαλούσαν "yauna takabara", που εννοεί «Έλληνες οι οποίοι φορούν το καπέλο». Το Μακεδονικό καπέλο ήταν πολύ πιο διαφορετικό από τα καπέλα που φορούσαν οι υπόλοιποι Έλληνες στρατιώτες, αλλά οι Πέρσες δεν ξεχώριζαν τους Μακεδόνες, και αυτό γιατί η Μακεδονική ομιλία ήταν επίσης Ελληνική ομιλία (Hammond, Η Μακεδονική Πολιτεία, σελ. 13, J. M. Balcer Ιστορία, 37 [1988] 7).

Στις βουνοπλαγιές των Ιμαλαΐων και του Ινδικού Καυκάσου και υπό Πακιστανή και Αφγανή δικαιοδοσία, ζει μια φυλή που αποκαλείται Καλάς. Οι Καλάς ισχυρίζονται πως είναι οι απόγονοι των στρατιωτών του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι οποίοι για διάφορους λόγους δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν το Μεγάλο Στρατηλάτη στις καινούργιες εκστρατείες του, και παρέμειναν στα βάθη της Ασίας. Μη έχοντας επικοινωνία με τον υπόλοιπο κόσμο για περίπου 23 αιώνες, είναι αρκετά διαφορετικοί από τους άλλους γειτονικούς λαούς. Ανοιχτόχρωμοι με γαλανά μάτια ανάμεσα σε σκουρόχρωμους γείτονες, με γλώσσα η οποία αν και έχει επηρεαστεί από τις πολλές Μουσουλμανικές γλώσσες λαών οι οποίοι περιβάλλουν τους Καλάς, ακόμη διατηρεί στοιχεία λεξιλογίου της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας. Υποδέχονται τους επισκέπτες τους με τη λέξη "ισπάντα" από το Ελληνικό ρήμα "ασπάζομαι" και τους προειδοποιούν για τον "χεμάν" από το αρχαίο Ελληνικό ουσιαστικό, "χειμών". Οι Καλάς ακόμη πιστεύουν στους δώδεκα Ολυμπίους θεούς και η αρχιτεκτονική τους μοιάζει πολύ με την Μακεδονική αρχιτεκτονική (Εθνικός Κήρυκας "Ένα Σχολείο για τους Καλάς από τους Έλληνες", 11 Οκτωβρίου, 1996).

Ο Μάικλ Γουντς, ο Βρετανός ιστοριοδίφης στο βιβλίο του Στα Ίχνη του Μεγάλου Αλεξάνδρου (σελ. 😎, παραθέτει την κάτωθι δήλωση ενός ατόμου της φυλής Καλάς, ονομαζόμενος Kazi Khushnawaz:

Πριν από πολλά-πολλά χρόνια, πριν από την εποχή του Ισλάμ, ο Σικάντερ ε Ααζεμ ήρθε στην Ινδία. Αυτός που φορούσε δύο κέρατα και τον οποίο εσείς οι Βρετανοί ονομάζετε Μεγάλο Αλέξανδρο. Αυτός ήταν που κυρίευσε τον κόσμο και ήταν σπουδαίος άνθρωπος, γενναίος και ατρόμητος και στους ανθρώπους του γενναιόδωρος. Όταν έφυγε για να ξαναγυρίσει στην Ελλάδα, μερικοί από τους άνδρες του δεν ήθελαν να ξαναγυρίσουν και προτίμησαν να παραμείνουν εδώ. Ο αρχηγός τους ήταν ο στρατηγός που λεγόταν Σαλακάς (Σέλευκος). Αυτός και μερικοί από τους αξιωματούχους του ήρθαν σ' αυτές τις πεδιάδες, παντρεύτηκαν με εντόπιες γυναίκες και έτσι έμειναν εδώ. Εμείς οι Καλάς, οι Μαύροι Άπιστοι των Ινδοκουχ, είμαστε οι απόγονοι των παιδιών τους. Ακόμη μερικές από τις λέξεις μας είναι παρόμοιες με τις δικές τους, η μουσική μας και οι χοροί μας επίσης. Λατρεύουμε τους ίδιους θεούς. Γι αυτό το λόγο πιστεύουμε πως οι Έλληνες είναι οι πρώτοι μας πρόγονοι…

(Ο Σέλευκος ήταν ένας από τους Στρατηγούς του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Γεννήθηκε στα 358 ή 354 π.Χ. στην Εύρωπο της Μακεδονίας και απεβίωσε στον Γορπιαίον (Αύγουστος/Σεπτέμβριος) του 281 π.Χ., κοντά στη Λυσιμάθια της Θράκης).

Οι Καλάς σήμερα πιστεύουν στους θεούς των αρχαίων Ελλήνων, ιδιαίτερα στον Ντι Ζαου (Δίας Ζευς), τον θεό του ουρανού. Δυστυχώς η γλώσσα τους έχει χαθεί κατά την διάρκεια των Μουσουλμανικών κατακτήσεων. Αυτά είναι επιπλέον αποδεικτικά στοιχεία ότι οι Μακεδόνες και οι λοιποί Έλληνες μιλούσαν την ίδια γλώσσα, είχαν την ίδια θρησκεία και μοιράζονταν τα ίδια ήθη και έθιμα.

Οι κατηγορίες πως οι Μακεδόνες ήταν βάρβαροι άρχισαν στην Αθήνα και ήταν κατασκεύασμα πολιτικής υφής βασισμένο στον τρόπο ζωής των αρχαίων Μακεδόνων, και όχι στην εθνικότητά τους και στη γλώσσα τους (Casson, Μακεδονία, Θράκη και Ιλλυρία,σελ. 158, Errington, Ιστορία της Μακεδονίας, σελ. 4). Ο Δημοσθένης ταξίδεψε στη Μακεδονία δυο φορές και παρέμεινε εκεί συνολικά εννέα μήνες. Ήξερε πάρα πολύ καλά τι γλώσσα μιλούσαν οι Μακεδόνες. Διακρίνουμε την ίδια στάση και στον Θρασύβουλο ο οποίος αναφέρει ότι οι Ακαρνάνες ήταν βάρβαροι μόνον όταν οι Αθηναίοι αντιμετώπιζαν ανταγωνισμούς πολιτικής υφής από τους Ακαρνάνες. Ο Μακεδονικός τρόπος ζωής διέφερε από τον τρόπο ζωής της Νοτίου Ελλάδος, όμως αυτό ήταν κάτι πολύ κοινό μεταξύ των κατοίκων της Δυτικής Ελλάδος, όπως οι Χάονες, οι Μολοσσοί, οι Θεσπρωτείς, οι Ακαρνάνες και οι Μακεδόνες (Errington, Μια Ιστορία της Μακεδονίας, σελ. 4). Τα Μακεδονικά ιδρύματα διοικήσεως ήταν παρόμοια με αυτά των Μυκηνών και της Σπάρτης (Wilken, Αλέξανδρος ο Μέγας, σελ. 23). Όσον αφορά τις δηλώσεις του ρήτορας Δημοσθένους πως ο Φίλιππος ήταν «βάρβαρος», ακόμη και ο Badian που εναντιώνεται πολύ προς την Ελληνικότητα των Μακεδόνων, παραδέχεται: «Οι κατηγορίες του Δημοσθένους εναντίον του Φιλίππου δεν έχουν καμιά ιστορική σημασία, αλλά πρόκειται για περίπτωση προσωπικής αντιπάθειας ρήτορας προς τους προσωπικούς εχθρών του» (E. Badian, Μελέτες στην Ιστορία Τέχνης, Τόμος 10: Μακεδονία και Ελλάς στα Τελευταία Στάδια της Κλασσικής Εποχής, Αρχές Ελληνιστικής Εποχής, Έλληνες και Μακεδόνες).