Η κατσίκα

Day 1,772, 00:17 Published in Greece Greece by LadyArgana

Μια φορά σε ένα μακρινό χωριό της Στερεάς Ελλάδας υπήρχε ένα μικρό χωριό γεμάτο ζωή κι ενέργεια
Τα σπίτια ήταν όλα όμορφα καθαρά περιποιημένα και στοιχισμένα ασβεστωμένα το ένα δίπλα στο άλλο
Άλλο σπίτι μικρότερο άλλο μεγαλύτερο αλλά το καθένα με τη δική του χάρη και αξία στο τοπίο
Οι αυλές τους γεμάτες λουλούδια που την άνοιξη μοσχοβολούσε ο τόπος
Κάθε σπίτι είχε το ζυμωτό ψωμί του και κάθε μεσημέρι στα σοκάκια ευωδίαζε παντού από κάθε φούρνο

Οι άνθρωποι ήταν αγαπημένοι, μονοιασμένοι και περνούσαν καλά
Στα καφενεία και στις παρέες έπαιζαν όλοι μαζί δηλωτή, ξερή και τάβλι
Έπιναν ούζο μπύρα και έτρωγαν μικρούς πικάντικους μεζέδες απολαμβάνοντας την ευδαιμονία τους

Εκμεταλλευόντουσαν την όμορφη μέρα που υπήρχε μιας που δεν είχε περάσει πολύς καιρός απ την τελευταία φορά που το χωριό είχε γίνει ρημαδιό από ένα βαρύ χειμώνα
Εκείνο το βαρύ χειμώνα τα μισά σπίτια είχαν καταστραφεί απ το χιόνι και το χαλάζι
Οι μισοί κάτοικοι δεν είχαν ούτε τα βασικά για να ορθοποδήσουν
Όμως οι άλλοι μισοί τους έδωσαν, τους βοήθησαν κι έχτισαν όλοι μαζί με τα χέρια τους ξανά το χωριό μέσα σε τραγούδια και χαρές

Όλα πήγαιναν υπέροχα μέχρι τη στιγμή που ένας χωριανός θυμήθηκε ότι πριν 5 χειμώνες εκτός απ το σπίτι που είχε, είχε και μία κατσίκα!
Ο γείτονας είχε την κατσίκα του αυτός όμως όχι!
Άρχισαν να τον ζώνουν σκέψεις θυμού και να μην μπορεί να γλυτώσει απ τους εφιάλτες
Κάθε μέρα που περνούσε δεν μπορούσε να μη σκεφτεί ότι αυτός δεν έχει πια κατσίκα!
Θυμήθηκε ότι πριν 5 χειμώνες ο ίδιος είχε βοηθήσει την κατσίκα του γείτονα να επιζήσει αλλά τώρα όσο κι αν είχαν προσπαθήσει όλοι μαζί, αυτός δεν είχε κατσίκα!

Του έτρωγε τα σωθικά η σκέψη της κατσίκας
Γιατί ο γείτονας έχει κατσίκα κι εγώ όχι
Η σκέψη τον ξεπέρασε, του έγινε εμμονή, ήταν το μόνο που σκεφτόταν ώσπου ένα πρωί βούτηξε το μαχαίρι απ τον πάγκο της κουζίνας και πήγε κι έσφαξε την κατσίκα του γείτονα

Τώρα... δεν θα έχει ούτε αυτός κατσίκα μούγκρισε ικανοποιημένος και γύρισε σπίτι ήρεμος πλέον απ τη σκέψη που τον βάραινε τόσες νύχτες
Φώναξε την γυναίκα του να του ψήσει ένα καφεδάκι και κοίταξε με χαρά τον γιό του που έπαιζε αμέριμνος στο πάτωμα με τα παιχνίδια του

Η γυναίκα του πρόθυμη άρχισε να ψήνει τον καφέ και μονολόγησε πόσο τυχεροί ήταν... Τι ωραίο που ήταν πάλι το σπίτι τους, τι καλά που είναι όλοι αγαπημένοι
Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς για όλο το χωριό... κι ευτυχώς που ο γείτονας είχε καταφέρει κι είχε σώσει την κατσίκα και έδινε γάλα σε όλα τα παιδιά του χωριού...