Tis skales re paidia....tis skales....

Day 1,815, 01:52 Published in Greece Greece by Antiarmatistis

Κατά το μεσημέρι, σ'όλη την Αθήνα ακουγόταν η ασταμάτητη
κι εντυπωσιακή βαβούρα του πλήθους που'χε κατακλύσει το κέντρο της πολιτείας. Γύρω από τη Βουλή ο λαός ήταν σωστή μυρμηγκιά, σ'όλες τις κεντρικές λεωφόρους δεν έπεφτε ούτε βελόνα.
Του κάκου η αστυνομία έκανε φράγματα, επιχειρούσε εφόδους, έριχνε αβέρτα τα δακρυγόνα.Οι διαδηλωτές αντιστέκονταν, έκαναν αντεπιθέσεις, άρπαζαν ξύλα και σιδερόβρεγες από τα γιαπιά, οπλίζονταν όπως όπως, μάχονταν....
Ο κόσμος έβραζε, χλαλοούσε, ανυπομόνευε.
Αλλά η ώρα περνούσε και δεν συνέβαινε τίποτα, η κυβέρνηση
έκανε πως δεν άκουγε, πως δεν έβλεπε, κανένας από τους πολιτικούς που ισχυρίζονταν πως ήταν λαϊκοί ηγέτες, δεν αντιδρούσε....Κλεισμένοι στα γραφεία τους, οι αρχηγοί των κομμάτων, οι πολιτικοί κι οι βουλευτές διάλεγαν και ψιχοζύγιζαν τις λέξεις που θα χρησιμοποιούσαν για να καταλαγιάσουν την οργή του κόσμου που'χε πάρει στα σοβαρά τις μεγαλοστομίες και τις υποσχέσεις τους, ετοίμαζαν τις συνεντεύξεις με τις οποίες θα δικαιολογούσαν τις υπαναχωρήσεις,τις προδοσίες, τα ψέματα τους. Έχοντας πανικοβληθεί από τ'ανθρωπολόι που'χε πλημμυρίσει την πρωτεύουσα, το'χαν ρίξει κιόλας αναμεταξύ τους στις διαπραγματεύσεις, έκαναν συμβιβασμούς, παζάρευαν. Από τη μια στιγμή στην άλλη, έσβηναν ως δια μαγείας οι διαφορές που τους χώριζαν, εξαφανίζονταν οι αντιθέσεις, οι αμάχες τους ξεχνιούνταν. Σε λίγο θα'καναν δηλώσεις από το ραδιόφωνο και θα καλούσαν το λαό να διαλυθεί ειρηνικά, θα του ζητούσαν ν'αποφύγει τις προκλήσεις και τα επεισόδια, θα καταδίκαζαν με συγκινημένη φωνή τη βία.
Οι διαδηλωτές τα'χαν χαμένα.
Περίμεναν ώρες κ ώρες δισταχτικοί, αμήχανοι, έβλεπαν πως η Εξουσία που'χε στην αρχή αιφνιδιαστεί, ξανάπαιρνε σιγά σιγά την κατάσταση στα χέρια της..
Κι εκεί που περίμεναν ν'αντιμετωπίσουν τη δύναμη και τα όπλα της, διαπίστωναν πως είχαν να κάνουν με τη περιφρόνηση της. Έτσι που κρατούσαν πάντα ψηλά τα πανό και τις σημαίες τους, καθώς ούρλιαζαν πού και πού απειλητικά τα συνθήματα τους, θύμιζαν ένα πολυάριθμο στράτευμα που ύστερα απο'να μακρόχρονο και σκληρό πόλεμο κόντευε να καταχτήσει την πόλη που πολιορκούσε, μα διαπίστωνε πως είχε ξεχάσει να πάρει μαζί του τις ανεμόσκαλες για να σκαρφαλώσει στα τείχη, πολιορκητικούς κριούς για να συντρίψει τις πύλες της.

Η διαδήλωση είχε άδοξο τέλος, αποσυρόμαστε, φεύγαμε άπρακτοι. Δεν ακουγόταν πια κανένα σύνθημα, καμιά φωνή, η ψυχή μας ήταν μαύρη. Η αγανάκτηση μας είχε ξεθυμάνει σαν τη ρακή σε ξεβούλωτο μπουκάλι, δεν
είχαν χρησιμέψει σε τίποτα οι κραυγές μας..
Σε λίγες ώρες θα ξημέρωνε. Κι εμείς σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, θα ξαναπιάναμε το συνηθισμένο βίο μας, θα βυθιζόμαστε στη μοναξιά μας. Ο καθένας στον πάγκο του σαν το κατεργάρη, λουσμένος στον ιδρώτα, με το δικό του κουπί, με το δικό του σιδερένιο τόπι στο πόδι.

Απόσπασμα από 'Τα παιδιά του Οδυσσέα' του Άρη Φακίνου (1989)


ΥΓ. Έχω 'πειράξει' ελάχιστα το κείμενο χωρίς σε καμία περίπτωση να αλλάξει η δομή και το νόημα του.