ΠΑΣΧΑ ΣΤΗ ΠΟΛΗ

Day 2,342, 00:44 Published in Greece Greece by stefen

Γεννήθηκα στα προσφυγικά που έκτισε ο Βενιζέλος, στις δύο πλευρές της Ιεράς Οδού που ακολουθούσε η πομπή των Παναθηναίων, για να καταλήξει στον Παρθενώνα. Πέρα από το ποτάμι, δίπλα στο Μπαρουτάδικο.
Εκεί κατέληξε το νεαρό ζευγάρι από την Σμύρνη, μετά από περιπέτειες που θα ήθελε να είχε γράψει, η Διδώ Σωτηρίου. Οι γονείς της μάνας μου.

Πρόσφυγας ήταν και ο πατέρας του πατέρα μου, οικονομικός αυτός. Η φτώχεια τον έστειλε μικρό, στη γέφυρα του Πουλόπουλου, από τα Θερμιά.
Ετσι εγώ χωριό δεν γνώρισα. Μεγάλωσα κι αγάπησα αυτή την μεγάλη πόλη και την βοή της.

Για αρκετά χρόνια, πιτσιρικάς του Δημοτικού, οι γονείς μου με έστελναν για Πασχαλινές διακοπές, στην “εξωτική” Ηλιούπολη, του τέλους της δεκαετίας του εξήντα. Στο σπίτι που έμενε η γιαγιά μου με τις αδελφές του πατέρα μου. Κι ο θειός μου, ο λεβεντάθρωπος από την Αμαλιάδα, με το μουστάκι αλά Παπαδόπουλου που είμαι σίγουρος ότι το είχε για να τιμήσει τον δικτάκτορα, αν και δεν το παραδέχτηκε ποτέ. Ηταν βλέπετε υπαξιωματικός στη Αεροπορία.

Από το Σάββατο του Λαζάρου κι όλη την Μεγαλοβδομάδα, ζούσα όλο το τελετουργικό που απαιτούν αυτές οι ημέρες. Συνήθειες παλιές, μπολιασμένες με τον αστικό τρόπο ζωής, εκείνης της εποχής.
Νηστεία και κάθε απόγευμα να παίζουν και τα δύο κανάλια την λειτουργία της ημέρας.
Μεγάλη Τετάρτη, ο νονός να κλείνει νωρίς το βιβλιοδετείο στη Πλάκα, για να πάμε παρέα στου Μούγερ, για παπούτσια. Και σοκολατένιο κόκορα και λαμπάδα που τότε δεν είχε κρεμασμένα χελονονιτζάκια, ούτε πόκεμον.

Μεγάλη Πεμπτη και το σπίτι γέμιζε θεσπέσιες μυρωδιές, από τα κουλουράκια και τα τσουρέκια που ψήνονταν. Ωρες καθόμουν και κολλούσα χαλκομανίες νερού στα κόκκινα αυγά και προσπαθούσα να διαλέξω το πιο γερό, αυτό που θα έσπαγε όλα τ΄άλλα.
Την επομένη έπρεπε να μου εξηγήσουν για μια ακόμη φορά ότι στο Επιτάφιο δεν ανάβουμε την λευκή λαμπάδα αλλά την άλλη την πένθιμη, αν και το ήξερα πια. Και δεκαετίες μετά, στη Κέρκυρα κατάλαβα γιατί από τότε με είχε γοητεύσει ο ομορφότερος ύμνος. Ω γλυκύ μου Εαρ.
Το Σάββατο νωρίς το απόγευμα ο θειός ετοίμαζε το αρνί και το κοκορέτσι. Αρνί που είχε έρθει από το χωριό πεσκέσι. Χάζευα με πόση μαεστρία πέρναγε την σούβλα και το έδενε, αλατοπιπερώνοντας συνέχεια. Και πως το έβαζε όρθιο, ανάποδα για να στραγγίξει.
Χρόνια μετά, θυμόμουν το πως και σούβλισα και εγώ, το παιδί της πόλης, στη Μάνη, τον οβελία της οικογένειας.
Το βράδυ στο περίβολο της εκκλησίας, η λαμπάδα επιτέλους άναβε, φωτίζοντας τα πρόσωπα. Και ο κήπος της γιαγιάς γέμιζε μυρωδιές από γιασεμί και πασχαλιές. Και ο ακάλυπτος χώρος πίσω από το σπίτι, εκεί που όλη η γειτονιά, από το ξημέρωμα έσκαβε ρηχούς λάκους και άναβε κληματόβεργες, γέμιζε παπαρούνες. Η Περσεφόνη για μια ακόμα φορά, είχε βγει στου Κόσμου το μπαλκόνι.

Μεγαλώνοντας, έπαψα να πηγαίνω στην Ηλιούπολη. Δεν ήμουν πια το μοναδικό παιδί της οικογένειας, δεν ήμουν πια ο Πρίγκηπας. Αρχησα τότε, να ζηλεύω όλους αυτούς που έφευγαν για να κάνουν Πάσχα στο Χωριό. Αρχησε να πλέκεται ένας μύθος στο μυαλό μου που διαλύθηκε πανηγυρικά όταν παντρεύτηκα και απέκτησα κι εγώ χωριό.
Γιατί όλα εκεί έμοιαζαν, μα τίποτα δεν ήταν το ίδιο πια. Παλιά σπίτια βιασμένα από μπετόν και αλουμίνια . Ο ύμνος που λάτρεψε αφόρητα φάλτσος και κλαρίνα με έκο που θα ζήλευε το Γκραντ Κάνιον δίπλα σε σούβλες που τις γύριζαν ηλεκτρικά μοτεράκια. “Αθηναίοι”, επαρχιώτες στην Ομόνοια. Ακόμα και ο μικρός κήπος της γιαγιάς μου, έμοιαζε τεράστιος εκεί.

Τωρά πια ξέρω. Μπορεί ο ακάλυπτος στην Ηλιούπολη να κτίστηκε, όπως και κάθε άλλος ελεύθερος χώρος στη γειτονιά μου και το αρνί να μπαίνει στο φούρνο, πια. Μπορεί λίγοι από τους απογόνους των Μικρασιατών, να μένουν πια εδώ και ο Μούγερ να έχει κλείσει. Μπορεί αυτή την εποχή ο Γολγοθάς, για τους περισσότερους, να μην έχει τελειωμό και η Ανάσταση να αργεί. Ενα όμως είναι σίγουρο ότι κάποια στιγμή θα έρθει και θα είναι πρώτα, Ανάσταση ψυχής. Δεν γίνεται διαφορετικά.

Καλή Ανάσταση αδέλφια.