ΤΑ ΓΑΛΑΖΙΑ ΤΗΣ ΜΑΤΙΑ - ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΧΑΖΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΑΠΗΣ

Day 2,024, 12:07 Published in Greece Greece by stefen

Την γνώρισε στο Dada, τότε που όπως και η Πλατεία προσπαθούσε να ενηλικιωθεί και να κερδίσει την ανεξαρτησία του. Ηρθε και στάθηκε πλάι του, στην άκρη της μπάρας. Ισως γιατί δεν υπήρχε πουθενά αλλού χώρος, ίσως πάλι όχι. Αυθόρμητα είπε μεγαλόφωνα την ατάκα του ταλαίπωρου Ρωμαίου λεγεωνάριου από τον Αστερίξ «Καταταχτείτε μας έλεγαν. Καταταχθείτε» την στιγμή που έτσι στριμωγμένη προσπαθούσε να πιεί μια γουλιά από το ποτό της. Πνίγηκε από τα γέλια και η γουλιά κατέληξε επάνω του. Τότε για πρώτη φορά είδε τα γαλάζια της μάτια να χαμογελάνε, λαμπυρίζοντας. Ηξερε εκείνη την στιγμή ότι αυτή η ματιά θα τον σημαδεύσει για πάντα. Αγάπησε αυτόματα το χλωμό της δέρμα, τα ξανθιά κοντά μαλλιά της, το φουλάρι στο καρπό της, το στενό ξεπλυμένο τζιν και το αμάνικο μπλουζάκι της. Με το ζόρι συγκρατήθηκε να μη σκύψει να σκουπίσει με τα χείλη του, τα χείλη της από το ποτό.
Τελείωνε τον επόμενο χρόνο την Παιδαγωγική ενώ αυτός σε δύο εβδομάδες έφευγε για Πάτρα, φοιτητής πια.

Την ξανασυνάντησε λίγες ημέρες μετά στο ίδιο μέρος. Καιγόταν για ένα σημάδι της ότι δεν ήταν μια τυχαία συνάντηση στο μπαρ. Δεν το είδε ή δεν το κατάλαβε. Κατάφερε όμως και της έδωσε, την διεύθυνση του στη Πάτρα.
Όταν την είδε να έρχεται από μακριά, στη Πλαζ, στη Πάτρα, δεν πίστευε στα μάτια του. Προσπαθούσε να καταλάβει τι και πως, μέχρι να φτάσει κοντά του. Όταν όμως είδε πάλι τα γαλάζια μάτια της να λαμπυρίζουν ένιωσε πως τίποτα άλλο δεν είχε σημασία. Ηταν εκεί.
Από το δωμάτιο βγήκαν αργά το απόγευμα της επομένης ημέρας, εξουθενωμένοι. Για ένα εικοσιτετράωρο ήταν η Δασκάλα του στο πιο γλυκό μάθημα που είχε ποτέ.

Από τότε η ζωή του μοιραζόταν σε Πάτρα και εκείνη την γκαρσονιέρα στη Βαλτετσίου, κοντά στη Πλατεία που λίγο λίγο αγρίευε. Κι εκείνη ταξίδευε συχνά στη Πάτρα για να τον συναντήσει. Πάντα απροειδοποίητα. Δεν του έκανε εντύπωση λοιπόν όταν την είδε να κάθεται στο κρεβάτι όταν γύρισε δύο χρόνια σχεδόν μετά, αργά από την σχολή. Κρατούσε όμως ένα ροζ χαρτάκι και το έπαιζε νευρικά στα δάχτυλά της. Ενιωσε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του. Το ήξερε αυτό το χαρτάκι. Εγραφε «Κάθε φορά που θα λείπεις από το σπίτι θα χάνεις κάτι». Του το είχε ρίξει κάτω από την πόρτα, η Ειρήνη από την μεγάλη εκδρομή της Σχολής στη κεντρική Ευρώπη. Το είχε κρατήσει βλακωδώς, τρόπαιο, στο συρτάρι του κομοδίνου του. Προσπάθησε να της εξηγήσει. Δεν είχε καμιά σημασία για αυτόν. Μια ανόητη περιπέτεια. Εφταιγε το ποτό, η εκδρομή, το γεμάτο φεγγάρι. Βλακείες που λένε σ΄ αυτές τις περιπτώσεις οι άνδρες.

Δεν αντέδρασε καθόλου. Του ζήτησε μάλιστα συγγνώμη που άνοιξε το συρτάρι, ψάχνοντας για ένα στυλό. Στο τέλος εκείνου του καλοκαιριού, κατάλαβε γιατί. Γυρίζοντας από τις διακοπές στο χωριό της προσπάθησε, ματαία, να βρει τη λάμψη στα γαλάζια της μάτια που έχασε εκείνη την βραδιά. Προσπάθησε με νάζι να την πειράξει, ρωτώντας την αν είχε γνωρίσει κάποιον στις διακοπές. Την άκουσε να λέει «ναι αλλά δεν σήμαινε τίποτα. Μια ανόητη περιπέτεια. Εφταιγε το ποτό και το Αυγουστιάτικο φεγγάρι».

Εφυγε χωρίς να πει λέξη. Ένιωθε ότι τον πλήρωνε με το ίδιο νόμισμα αλλά δεν ήταν σίγουρος. Ποτέ δεν ήταν με αυτή τη γυναίκα.

Τελείωνε η αναβολή του και μαζί τα χρόνια του κρασιού και των ρόδων. Καθημερινά σχεδόν τριγύριζε στα στέκια της Πλατείας που όπως κι αυτός, είχε χάσει πια την αθωότητα της. Την συνάντησε στο Dada πάλι. Μόνο που αυτή την φορά ήταν σχεδόν μόνοι στη μεγάλη μπάρα. Ξημέρωνε όταν μπήκε για τελευταία φορά στη γκαρσονιέρα της Βαλτετσίου.
Ηρθε και στο πρώτο επισκεπτήριο στη Τρίπολη. Τα γαλάζια της μάτια ήταν θλιμμένα, όσο κι αν ήθελε να το κρύψει. Πενθούσαν το έρωτα που έσβηνε, την πρώτη νιότη που έφευγε.

Είχαν περάσει αρκετά χρόνια. Δεν ρώταγε κοινούς γνωστούς να μάθει νέα της. Μάτωνε. Είχε προχωρήσει πια. Ετοιμαζόταν να παντρευτεί. Πίστευε ότι δεν θα τα ξαναδεί να λαμπυρίζουν και να χαμογελάνε, σχεδόν είχε ξεχάσει την αίσθηση.

Είχε ανέβει το πρώτο σκαλί στο λεωφορείο όταν άκουσε το όνομά του και γύρισε. Ηταν εκεί μπροστά του και αυτή τη φορά γελούσαν και ήταν πιο φωτεινά από κάθε άλλη φορά. Για δευτερόλεπτα έμεινε εκεί αμήχανος, όπως στην παραλία που την είχε δει να έρχεται, απροειδοποίητα για άλλη μια φορά. Ψέλλισε «τι κάνεις;» και έκανε μια αδιόρατη κίνηση να κατέβει. Την ίδια στιγμή τον ακούμπησε στον ώμο η αρραβωνιαστικιά του και ένιωσε μια αλυσίδα που είχε στην άκρη της μια τεράστια σιδερένια μπάλα, να τεντώνεται. Εμεινε εκεί, στο πρώτο σκαλί, να την κοιτάει ίσια στα γαλάζια μάτια της, ακόμα κι όταν έκλεισε μπροστά του, η πόρτα και το λεωφορείο άρχισε να κινείται. Σ’ αγαπώ. Για πάντα, είπε άφωνα ενώ εκείνη ακολουθείσαι το κινούμενο λεωφορείο για μερικά μέτρα, κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Το είδε; το κατάλαβε; δεν έμαθε ποτέ.

Όταν χώρισε έμοιαζε να είχε βγει από μια τεράστια φάκα. Προσπάθησε να βρει το νήμα από εκεί που το είχε αφήσει κάποια στιγμή. Αδικος κόπος. Το Dada είχε καεί εδώ και καιρό και η Πλατεία του έμοιαζε άγνωστη. Αρχισε να ρωτάει για εκείνη. Ναι είχε παντρευτεί ένα Γερμανό απ’ αυτούς που έρχονται για διακοπές και μένουν για πάντα. Είχε ζήσει μόνη της δύο χρόνια στην Αργεντινή. Είχε δύο κόρες και ήταν υπερπροστατευτική, ποιος θα τα έλεγε αυτό για ‘κείνη.

-Και όχι ρε δεν θέλει να πιείτε καφέ
-Γιατί ρε, δεν πρόκειται να γίνει τίποτα. Τι φοβάται;
-Δεν φοβάται εσένα, τον εαυτό της φοβάται.