Ένας από τους μύθους του Αλήιον

Day 2,807, 05:30 Published in Greece Greece by Absolutus Perfectus Idanicus V


Ένας από τους μύθους του Αλήιον


Μία φορά και ένα καιρό, σε ένα μακρινό και κρυμμένο τόπο υπήρχε ένα μικρό βασίλειο. Η γη ήταν εύφορη και η καλλιέργειες τους σε αφθονία. Χωριζόταν σε μικρές πεδιάδες και όμορφα πυκνά δάση. Στο μέσο της επικράτειας του υπήρχε ένα ψηλό βουνό που φαινόταν από κάθε γωνία του βασιλείου και που αν στεκόσουν στη κορυφή θα μπορούσες να επιβλέπεις τα πάντα εύκολα. Τα νερά των ποταμών κυλούσαν ήρεμα αλλά αστείρευτα σε κάθε καλλιέργεια σαν να προσπαθεί η ίδια η φύση να βοηθήσει στο έργο των ανθρώπων. Ήταν ένας επίγειος παράδεισος τον οποίο όμως κανένα άλλο βασίλειο ποτέ δεν ζήλεψε. Κανείς δεν ήθελε να αποκτήσει τα εδάφη του και πότε δεν απειλήθηκε από πόλεμο. Ήταν ένας ευλογημένος τόπος αλλά ήταν κρυμμένος βαθιά στην έρημο, άγνωστος σε κάθε άλλο πολιτισμό. Το παραμυθένιο αυτό βασίλειο χρωστούσε την ίδρυση και την ευημερία του στο Φιλάρετο.

Ο Φιλάρετος ήταν αγαθός άνθρωπος και πολύ αγαπητός. Είχε ευγενική ψυχή και δυνατή καρδιά, σαγηνεύοντας τους πάντες γύρω του. Ήτανε προκομμένος και εργατικός, αρετές που τον συντρόφευαν από τότε που άρχισε να αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του. Περισσότερο όμως από όλα, ο Φιλάρετος αντιμετώπιζε τη μοίρα του με υπομονή και δεν το έβαζε κάτω. Ποτέ δεν παραπονέθηκε στους θεούς και ας έχασε, παιδί ακόμα, την οικογένεια του, όταν ο κόκκινος μάγος είχε καλέσει τους δαίμονες στο νησί που γεννήθηκε. Τότε ένας γέρος ψαράς το φυγάδευσε και του έτυχε να καταλήξει σε μία μακρινή χώρα και να υπηρετεί σε ένα από τα λίγα ευγενικά αφεντικά. Τον αγαπούσαν και τον σέβονταν τόσο που το αφεντικό του περηφανευόταν για τη φιλία του γιου του, του Ράθυμνου, με το Φιλάρετο.

Στον Ράθυμνο είχε επιβληθεί από τον πατέρα του να συντροφεύει το Φιλάρετο σε κάθε ασχολία του. Από μικρός είχε μεγαλώσει σε κάθε άνεση με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζετε για την οκνηρία του και την άσωτη ζωή του. Ανάμεσα στους δύο νέους αναπτύχθηκε μία ιδιόρρυθμη σχέση φιλίας. Ο Φιλάρετος προσπαθούσε να διδάξει αξίες, ήθος και αρχές όπως του είχε ζητηθεί. Ο Ράθυμνος όμως από την άλλη εκμεταλλευόταν τον δάσκαλό του και τον καταπίεζε ασκώντας την δύναμη που του έδινε η θέση του.

Οι εποχές πέρασαν και ήρθαν και μαζί τους ένας θανατερός λοιμός όπου θέρισε όλη τη περιοχή. Ανάμεσα στους πάμπολλους νεκρούς βρέθηκαν και οι γονείς του νεαρού Ράθυμνου ο οποίος όχι μόνο δεν θρήνησε τον χαμό τους αλλά θεώρησε τον εαυτό του τυχερό. Επιτέλους θα ήταν ελεύθερος από τις διαταγές του πατέρα του και η περιουσία της οικογένειας θα ήταν δική του. Βέβαια υπήρχε η τελευταία επιταγή του πατέρα του που ελευθέρωνε τον Φιλάρετο και τον όριζε ως ισόβιο και κύριο σύμβουλό του αλλά δεν τον ενοχλούσε, είχε μάθει στα τόσα χρόνια να τον αγνοεί και να τον βάζει στη θέση του όποτε χρειαζόταν.

Όπως είναι φυσικό, κάτω από αυτές τις νέες συνθήκες η περιουσία και τα πλούτοι που με τόσο κόπο δημιουργήθηκαν εξανεμίστηκαν γρήγορα. Οι δεξιώσεις ή τα γλέντια με σκοπό την επίδειξη ήταν το κύριο μέλημα του Ράθυμνου ενώ το δεύτερο ήταν η υποστήριξη των οινοπαραγωγών και των οίκων ανοχής. Άκουγε με προσοχή κάθε έναν που είχε να τον συμβουλέψει και να τον οδηγήσει σε κάποια νέα ασωτία και φθορά του ονόματός του και της περιουσίας του ενώ ο ατυχής Φιλάρετος έκραζε και συμβούλευε για σύνεση χωρίς κανένα αποτέλεσμα.

Μόλις τρία χρόνια πέρασαν για να βρεθεί πάμπτωχος και ξεχασμένος. Οι άλλοτε στενοί σύντροφοι του Ράθυμνου όχι μόνο τον απέφευγαν και τον εκδίωκαν από τις αυλές τους αλλά τον πρόσβαλλαν και τον χτυπούσαν σε κάθε ευκαιρία τιμωρώντας τον για την άσωτη ζωή του και το θράσος του να τους φέρνει σε επαφή με ένα τόσο ανήθικο στοιχείο όπως αυτόν. Αντίθετα, ο Φιλάρετος όσο και αν είχε αδικηθεί έμεινε δίπλα του. Ίσως ήταν γιατί είχε υποσχεθεί στο πατέρα αυτού, το παλιό αφεντικό του, ή ίσως γιατί τον είχε αγαπήσει, στα τόσα χρόνια που τον πρόσεχε, σαν αδερφό του. Ένιωθε πως δεν θα μπορούσε να τον εγκαταλείψει, σίγουρα όχι τώρα και όχι σε αυτή του τη κατάσταση. Επίσης, είχε γίνει ξεκάθαρο πλέον ότι δεν θα μπορούσαν να παραμείνουν στη περιοχή. Κανείς δεν τους ήθελε και κανείς δεν θα τους λυπόταν. Μαζέψανε λοιπόν λίγες προμήθειες και ξεκίνησαν το ταξίδι τους για το νότο ελπίζοντας σε κάτι καλύτερο, μία καινούργια αρχή.

Ξεκίνησαν χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. Δεν ξέρανε που θέλουν να φτάσουν ή ποιο δρόμο να πάρουν. Λίγες γνώσεις είχαν για τα βασίλεια που θα συναντούσαν και τους υπηκόους τους και αυτές από ιστορίες και μύθους που είχαν ακούσει. Ξεκουράζονταν τη νύχτα σε κάποιο πρόχειρο καταφύγιο εάν έβρισκαν και συνέχιζαν τη πορεία τους την ημέρα. Πάντα κρατώντας την ανατολή του ήλιου στα αριστερά τους και δεξιά τη δύση του ελπίζοντας να βρουν αυτό που έψαχναν. Τις σπάνιες φορές που έβρισκαν κάποιο χωριό ή κάποια πόλη προσφέρανε τις υπηρεσίες τους για λίγες μέρες σε όποια δουλειά τους δινότανε ώστε να μαζέψουν προμήθειες για να συνεχίσουν. Εργαστήκανε σε χωράφια ή σαν αχθοφόροι, βρεθήκανε στο πλήρωμα κάποιου ψαροκάικου ή ως συνοδεία σε άμαξες. Ότι και αν χρειαζόταν το κάνανε, ακόμα και ο Ράθυμνος. Αντιδρούσε, βέβαια, αρνητικά σε κάθε δουλειά που του ανατηκότανε, αλλά τελικά υπέκυπτε. Κινδύνευσαν αμέτρητες φορές είτε από ληστές που λυμαίνονταν σε δάση και βουνά είτε από πεινασμένα θηρία. Αυτά σε συνδυασμό με την εξαντλητική κούραση, τη πείνα και τις καιρικές συνθήκες ήταν ικανά να αποθαρρύνουν ακόμα και το πιο σκληροτράχηλο τυχοδιώκτη, όχι όμως τον Φιλάρετο. Τον πείσμωναν ακόμα περισσότερο και συνέχιζε το ταξίδι του πιο αποφασιστικός κάθε φορά. Ο Ράθυμνος έμενε πάντα δίπλα του σαν πιστός σκύλος, πιστός αλλά παραπονιάρικος και οκνός. όσο πέρναγε όμως ο καιρός όλο και λιγότερο αντιτασσόταν στο λόγο του. Είχε αρχίσει να φοβάται ότι ο Φιλάρετος θα σταματούσε να τον ανέχεται και θα τον παρατούσε, κάτι που θα σήμαινε τη καταδίκη του όντας σε άγνωστα βασίλεια χωρίς τα πλούτοι του να τον προστατεύουν.

Μετά από τόσες πολλές περιπέτειες, αφού είχαν διασχίσει δάση, βουνά και πεδιάδες, συναντήσανε μία τεράστια χρυσή πεδιάδα. Ήταν η πρώτη φορά που βλέπανε αυτή τη γωνιά της γης που ονομάζανε έρημο. Είχε ακούσει, ο Φιλάρετος, πολλούς να μιλάνε για αυτή με αγάπη ή αποστροφή, κάθε φορά όμως διάκρινε στα μάτια τους ένα σεβασμό ανάμικτο με τρόμο. Είχε δει, όταν ήταν μικρός, το ίδιο βλέμμα στους γέροντες της γενέτειρας νήσου του. Είχαν ζήσει όλη τους τη ζωή στη θάλασσα και στα τελευταία τους έμεναν στα καπηλειά πίνοντας και αναπολώντας την μελαγχολικά. Έτσι λοιπόν ένιωθαν και όσοι ζήσανε αυτήν εδώ, τη χέρσα θάλασσα. Η όψη της και μόνο του προκαλούσε ρίγος.

Ο ήλιος ήταν δυνατός και η ζέστη ανυπόφορη. Μπροστά τους απλωνόταν μία απέραντη έκταση που δεν φαινόταν να έχει τέλος. Στην αρχή ήταν στρωμένη με πέτρες και βράχια στεγνά από τη συνεχή τους έκθεση στο καυτό ήλιο. Υπήρχε αραιή βλάστηση που αποτελούνταν από χαμηλά ξερά χόρτα ή αγκαθωτούς θάμνους και μεγαλύτερα δενδρύλλια με περίεργα σαν βελόνες φυλλώματα που δεν είχε ξαναδεί. Πέρα από αυτά όμως δεν υπήρχε τίποτα. Μόνο η χρυσή άμμος υπήρχε. Παρασυρόταν εύκολα από τους ανέμους σχηματίζοντας μικρούς λόφος ή τάφρους που μετατοπιζόντουσαν κάθε λίγες μέρες, ίσος και ώρες έτσι ώστε σίγουρα να χάσει κανείς το δρόμο του, να ξεχάσει από ποια μεριά ήρθε και προς ποια πηγαίνει, σαν να θέλει ο τόπος να κρατήσει τους περαστικούς για πάντα εκεί. Ναι, η έρημος όπως είχε πολλά κοινά με τη παντοδύναμη θάλασσα και φαινόταν τουλάχιστον το ίδιο επικίνδυνη. Αναρωτιόταν, καθώς ήδη άρχισε να τη διασχίζει με το Ράθυμνο, τι καλό θα μπορούσε να βρει σε αυτό το μέρος. Ένας μάλλον καταραμένος τόπος σαν και αυτό τι θα μπορούσε να τους προσφέρει άραγε, σε ποια μοίρα θα μπορούσε να τους οδηγήσει. Όσο πιο βαθιά προχωρούσανε τόσο πιο συχνά γύριζε στο μυαλό του μία μόνο απάντηση στο ερώτημα του. Θάνατος, μόνο ο θάνατος θα μπορούσε να τους περιμένει εδώ.

Περιπλανήθηκαν για πολλές μέρες στην αχανή έρημο αν και τα πρώτα πλήγματα που τους έφερε κάθε άλλο παρά αργά ήρθανε. Το τέλος της πρώτης μέρας τους βρήκε με εγκαύματα σε όλο τους σώμα που από άγνοια εκθέσανε στον ήλιο με την ελπίδα να καταπολεμήσουν την αφόρητη ζέστη. Εν αντιθέσει, μόλις ο ήλιος χάθηκε από το στερέωμα και πριν περάσουν λίγα μόλις λεπτά, τα πάντα γύρο τους πάγωσαν. Ο αέρας, η άμμος και τα ρούχα τους πάγωσαν, ακόμα και ο ιδρώτας στο πρόσωπό τους μετατράπηκε σε μικρούς κρυστάλλους πριν καν προλάβει να κυλίσει και να πέσει. Ο αφιλόξενος τούτος τόπος βέβαια τους επιφύλασσε κι άλλες εκπλήξεις. Εκτός από τις ακραίες μεταβολές του καιρού είχαν να αντιμετωπίσουν ισχυρότατες ανεμοθύελλες, ικανές να θάψουν μία ολόκληρη πόλη, δηλητηριώδη σκορπιούς, μεγάλες και μικρές φονικές αράχνες και λογής ερπετά που έσπερναν το θάνατο με ένα μόνο δάγκωμα. Εκεί ζούσαν και γνωστά μυθικά τέρατα που ευτυχώς αποφύγανε χάρη στις ανιχνευτικές ικανότητες και την εφευρετικότητα του Φιλάρετου.

Κάποια μέρα, καθώς με δυσκολία περπατούσαν από τη κούραση, διψασμένοι και πεινασμένοι είδαν μερικά ψιλά δένδρα μαζεμένα στο βάθος. Το μόνο πράγμα που πέρασε από το μυαλό τους ήταν ότι αφού υπάρχουν φυτά τότε απαραίτητα θα πρέπει να υπάρχει και νερό. Πριν προλάβουν να το σκεφτούν δεύτερη φορά μαζέψανε ό,τι δυνάμεις τους είχανε απομείνει και βαλθήκανε να φτάσουν τρέχοντας στη ζωοδόχο πηγή που ήδη σχεδιάζανε με τη φαντασία τους. Δεν τους ένοιαξε ούτε για μία στιγμή αν τη πηγή τη φρουρούσαν αιμοσταγή κτήνη ή μυθικά πλάσματα, θα πολεμούσανε ακόμα και τους αθανάτους για να αλλάξουνε το λιγοστό μπαγιάτικο νερό που τους είχε απομείνει για λίγο φρέσκο και δροσερό. Φανταστείτε τώρα την απογοήτευση τους όταν έφτασαν και είδαν πως τα δέντρα ήταν ξερά και πεθαμένα και πως η πηγή που κάποτε τα πότιζε είχε στερέψει από καιρό. Ο Φιλάρετος αποκαμωμένος αφέθηκε να πέσει στο έδαφος, στεγνός από όποια ελπίδα είχε μέχρι τότε. Άκουγε τον εαυτό του να επαναλαμβάνει τη λέξη που με τόσο κόπο εμπόδιζε τα χείλη του μέχρι τώρα να πουν. Θάνατος, θάνατος…. Συνήλθε όταν από τη παράνοια του τον διέκοψε αυτή του Ράθυμνου. Είχε σταματήσει να παραπονιέται από μέρες και δεχόταν τα χτυπήματα της φονικής ερήμου υπομονετικά. Τώρα δεν άντεξε. Γύμνωσε το ξίφος του και βάλθηκε να φέρνει χτυπήματα στα ξερά δένδρα με ορμή και μίσος. Τα μάτια του ήταν πλημυρισμένα από όσα δάκρυα του είχαν μείνει . Η μανιασμένη επίθεσή του ολοκληρωνόταν από κλάμα, λυγμούς και από της τσιριχτές κραυγές του.

>

Πέρασε ώρα πολύ μέχρι να τον ηρεμήσει ο Φιλάρετος. Τον παρηγορούσε σαν νήπιο στην αγκαλιά του για να το συνεφέρει και όταν τον συνέφερε άλλη τόση ώρα πέρασε στη μεταξύ τους διαμάχη γιατί τον κατηγορούσε ο Ράθυμνος ότι τον παρέσυρε σε αυτό το ταξίδι και τώρα θα πέθαιναν και οι δυο. Μόνο αργά το απόγευμα, με τη δύση του ήλιου, όταν η εξάντληση έδωσε τέλος σε όλη αυτή τη τρέλα, οι δύο άνδρες πρόσεξαν πως δεν ήταν μόνοι τους. Στην άκρη της στερνής πηγής, κάτω από ένα δένδρο κείτονταν ένας γέροντας. Ο ηλικιωμένος είχε σχεδόν χάσει τις αισθήσεις του από την δίψα και τη πείνα και δεν είχε δύναμη να κουνηθεί. Με μεγάλη δυσκολία τους έκανε νόημα να τον πλησιάσουνε και αφού το πράξανε τους ζήτησε νερό και φαγητό. Ένας δεύτερος καυγάς ξεκίνησε από τη μεριά του Ράθυμνου.

>

Ο Φιλάρετος όμως δεν ήταν από τους ανθρώπους που θα μπορούσε να αξιώσει τη δική του ζωή ως ανώτερη του άλλου και ας ήξερε πως έχει δίκιο ο φίλος του.

>

Και με αυτά τα λόγια έβγαλε μία καλή μερίδα νερό και φαγητό και τη παρέδωσε στον ανήμπορο γέροντα.

>

Ο Φιλάρετος πληγώθηκε πολύ από τα λόγια του Ράθυμνου και περισσότερο γιατί συνειδητοποιούσε πως έλεγε αλήθεια ότι παρά τα όσα έχει κάνει για αυτόν, αυτός θα τον άφηνε να πεθάνει για να μη διψάσει χωρίς τύψεις. Παρά τις σκέψεις του, δεν είπε τίποτα αλλά ασχολήθηκε με τη φροντίδα του γέροντα χωρίς να μιλάει. Σε λίγη ώρα ο γέρος είχε καταβροχθίσει όσο φαί και νερό του δόθηκε και σηκώθηκε όρθιος με νεανική ζωντάνια. Στράφηκε στο Ράθυμνο και είπε.

>

Πριν προλάβει να πάρει απάντηση στράφηκε στο Φιλάρετο.

>

Και ενώ ο γέροντας τελείωνε τη φράση του ο ουρανός άρχισε να μαζεύει μαύρα σύννεφα φορτωμένα βροχή αστράφτοντας και βροντώντας. Με κάθε αστραπή που φώτιζε τον ουρανό ο γέροντας φαινόταν σαν να άλλαζε μορφή και με κάθε βροντή που αίσιε τη γη η φωνή του γίνονταν και ποιο βαριά. Τελικά εμπρός στα φοβισμένα μάτια και τα τρεμάμενα σώματα των δύο ανδρών έστεκε έναν μεγάλος γηραιός δράκος σε όλο του το μεγαλείο και παρόλο που ξέρανε τη καλή φύση και την ευγενική καρδιά ενός τέτοιου πλάσματος πάλι όπως είναι φυσικό φοβήθηκαν.

>

Καθώς μίλαγε ο δράκος έφερε το χέρι του στα μάτια του και πήρε ένα από τα μαγικά του δάκρυα που αμέσως άλλαξε σε κόκκινο πετράδι και το έδωσε στο Φιλάρετο. Στη συνέχεια πήρε άλλο ένα και το έδωσε στο Ράθυμνο λέγοντας του.

>

Τελειώνοντας με αυτά τα λόγια άνοιξε τα επιβλητικά φτερά του και πετώντας χάθηκε στον ορίζοντα σε λίγες μόνο στιγμές.

Με αυτό το δώρο ο Ράθυμνος έχασε κάθε επαφή με τη λογική. Ήθελε να φύγει μακριά από το Φιλάρετο που τον έβαλε σε τόσο πολλούς κινδύνους, να εγκαταλείψει για πάντα αυτή τη καταραμένη γη και να ξαναγίνει οπωσδήποτε πλούσιος και μάλιστα περισσότερο από πριν, μόνο αυτά σκεφτόταν. Τυφλωμένος από τη χαρά του αναπάντεχου δώρου και της προοπτικής που του έδινε για πλούτο και άνετη ζωή και χωρίς να το σκεφτεί καλά καλά έκλεισε τα μάτια και κράτησε το πετράδι στο χέρι του. Φαντάστηκε ένα μεγάλο ελέφαντα με φαρδιά ράχη πάνω στην οποία θα στέκεται σταθερά μία άνετη πολυθρόνα ώστε να μπορεί να ξαπλώνει και να τον μεταφέρει. Τον ελέφαντα αυτό το ήθελε θηλυκό και κάθε μέρα να μπορεί να τον αρμέξει αλλά αντί για γάλα όπως θα έπρεπε, αυτός θα έβγαζε χρυσάφι τόσο που να γεμίζει δύο και τρία καζάνια. Μόλις ολοκλήρωσε τη σκέψη του πέταξε το πετράδι στο έδαφος που το απορρόφησε αμέσως. Άνοιξε τα μάτια και σε μία και μόνο στιγμή ότι είχε φτιάξει με τη σκέψη του τώρα βρισκόταν μπροστά του πραγματικό. Δεν έχασε άλλο χρόνο, σκαρφάλωσε βιαστικά στη ράχη του πολύτιμου αυτού ζώου και κοσμώντας τον άλλοτε φίλο του με διάφορες βρισιές ξεκίνησε για το δρόμο της επιστροφής. Ήταν ήδη βράδυ και δεν έβλεπε πάνω από πέντε μέτρα μπροστά του αλλά δεν τον ένοιαζε. Δεν τον ένοιαζε ούτε που εγκατέλειπε τον μόνο άνθρωπο που του στάθηκε σε εύκολα και δύσκολα, τον μόνο φίλο που του είχε μείνει πιστός. Το μόνο που είχε στο νου του ήταν ότι θα επέστρεφε στο πολιτισμό πνιγμένος στα πλούτοι, έτοιμος για νέες ασωτίες.

Δεν περάσανε πολλές μέρες από τότε που Ράθυμνος πήρε το δρόμο της επιστροφής μόνος, και ήδη κείτονταν νεκρός. Το ίδιο βράδυ κιόλας κατάφερε να χάσει το προσανατολισμό του με αποτέλεσμα να περιφέρετε εδώ και εκεί άσκοπα για μέρες. Σύντομα το ζώο που δημιούργησε με τη φαντασία του πέθανε αφού δεν υπήρχε νερό ή τροφή για να συντηρηθεί. Προσπάθησε πεζός όπως έμεινε να γυρίσει πίσω στο φίλο του που θα τον βοηθούσε αλλά δεν ήξερε που έπρεπε να κατευθυνθεί. Τελικά εξουθενωμένος, νηστικός και διψασμένος κατέρρευσε επάνω στη ζεστή άμμο της ερήμου. Πριν να κλείσει για πάντα τα μάτια του είδε μία φιγούρα να τον πλησιάζει. Ήταν ο γέροντας που λίγες μέρες πριν του αρνήθηκε οποιαδήποτε βοήθεια.

>

Τον ρώτησε με έκδηλο σαρκασμό.