Δεν μπορείς να χάσεις κάτι που ποτέ δεν ήταν δικό σου…

Day 1,844, 14:33 Published in Greece Greece by sotirakis




Από μικρός ήταν γεμάτος από δαύτα και ήταν πολλά. Μικρά, μεγάλα, δύσκολα, εύκολα , άλλα δικά του, άλλα δανεικά. Ήταν όμως πάντα εκεί. ‘Ενα σημείο ορισμού για το ίδιο του το εγώ , να τα κυνηγά, να τον κάνουν να νοιώθει άλλοτε νικητής και άλλοτε μηδενικό. Ακόμα και όταν τον ρωτούσες ποιος είναι, απαντούσε μέσα από αυτά. Και τώρα κενό. Δεν μπορεί να θυμηθεί ούτε ένα.

Μήνες τώρα τα έχει χάσει, αλλά δεν είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία. Εδώ και τρεις μέρες όμως το μυαλό του έχει κολλήσει εκεί…

_Θα κάνω τα πάντα για να τα βρω. Θα γυρίσω τον κόσμο ανάποδα αν χρειαστεί και θα τα βρω! Θα ξεκινήσω από το σπίτι , τις περισσότερες φορές αυτό που ψάχνεις είναι μπροστά στα μάτια σου και απλά δεν το βλέπεις. Θα ρωτήσω και τη μάνα!

_Μάνα, πάει καιρός που έχω χάσει – μην γελάσεις- τα όνειρα μου…και ήταν και τόσα πολλά ρε γαμώτο…Τα έχεις δει πουθενά;

_Τι να σου πω αγόρι μου, τα δικά μου τα έχω χάσει χρόνια, δεν μπήκα καν στον κόπο να τα ψάξω. Έχουν απομείνει μόνο αυτά που έχω για σένα, να σε δω πετυχημένο στη ζωή σου! Να σε βοηθήσω όμως! Βάλ’τα κάτω αγόρι μου, σκέψου που μπορεί να τα έχεις χάσει και ξεκίνα από εκεί που έκανες τα πιο πολλά.

_Θα ξεκινήσω από το σχολείο , 12 χρόνια μαθητής , ίσως να τα άφησα εκεί.

Έφτασε έτσι μπροστά στην τεράστια σκάλα του σχολείου του και τον πλημμύρισαν μόνο ευχάριστες αναμνήσεις .

_Πούστη χρόνε!Είσαι ο καλύτερος γιατρός! Δεν είχε περάσει μέρα που να μην το έβριζα τότε.

Ανέβηκε τα σκαλιά ζωηρά σαν να ήταν ακόμα πιτσιρικάς.

_Γιώργο;

Γύρισε ξαφνιασμένος και είδε τον αγαπήμενο του καθηγητή από τα σχολικά του χρόνια να τον πλησιάζει. Σκεφτόταν πως ο χρόνος δεν του είχε φερθεί και τόσο καλά , την ίδια στιγμή που και ο ίδιος παρατηρούσε στο τζάμι της απέναντι αίθουσας, έναν άγνωστο τριαντάρη με μούσια.

_Τι κάνεις εδώ; Πόσα χρόνια…

Ένιωσε κάπως αμήχανος και απάντησε βιαστικά.

_Κύριε καθηγητά, πώς να σας το πω και να μην γελάσετε; Έχω χάσει τα όνειρα μου και αποφάσισα να τα ψάξω εδώ.

_Εδώ αγαπητέ μου ήρθες για να τα βρεις; Γέλασε! Σπάσε λίγο την γλυκιά ανάμνηση και σκέψου πραγματικά τι σε μαθαίναμε εδώ…

Δεν το σκέφτηκε πολύ, εμπιστεύτηκε το ένστικτο που του έλεγε ότι τελικά δεν είχε κάτι να βρει εκεί, χαιρέτισε ευγενικά και έφυγε.

Επόμενος σταθμός το Πανεπιστήμιο. Φτάνοντας μπροστά στην πύλη της σχολής τη σκέπαζε ένα τεράστιο πανό που έγραφε ‘’Κατάληψη’’. Θυμήθηκε τις δικές του μέρες στο Πανεπιστήμιο που τότε ήταν γεμάτες όνειρα και πέρασε μέσα. Άρχισε να ψάχνει παλιούς φίλους και καθηγητές . Δεν κατάφερε πολλά και είπε να ρωτήσει έναν πιτσιρικά που καθόταν λίγο παραπέρα και έμοιαζε να ξέρει πρόσωπα και καταστάσεις. Ο πιτσιρικάς σχεδόν κοροϊδεύοντας τον του απάντησε:

_Μεγάλε μου, καθηγητές σχεδόν δεν έχουμε πια με τις περικοπές και όσοι έχουν μείνει,άντε βρες τους! Όσο για τους φίλους σου, δεν κοιτάς καλύτερα σε καμία ουρά του ΟΑΕΔ ή στο εξωτερικό;…

Δεν είχε το κουράγιο ούτε να του απαντήσει, είχε περάσει και η ώρα και θα αργούσε πάλι στη δουλειά. Στο δρόμο άρχισε να ξεπερνά την απογοήτευση του και ζεστάθηκε με την ιδέα ότι τελικά θα μπορούσε να τα βρει στο γραφείο. 5 χρόνια πια στη δουλειά και ακόμα θυμάται πόσα όνειρα και σχέδια έκανε όταν ξεκίνησε εκεί. Στο μέσο του οκταώρου του όμως αφού ξέκλεψε λίγο χρόνο από την ρουτίνα του υπολογιστή και της δουλειάς , άρχισε να κοιτά γύρω τους ανθρώπους και τον χώρο και κατάλαβε πόσο είχε απομυθοποιήσει τα πάντα αλλά και τον σκοπό του που τον είχε πρωτοφέρει εκεί…

Βραδάκι πια και είχε φτάσει στο σπίτι.Κοντοστάθηκε μπροστά στο γκαράζ κοίταξε το αυτόκινητο του, προσπάθησε να αναπολήσει όνειρα για ταξίδια και φυγές, αλλά κενό! Μπροστά στην τηλεόραση πλέον, είχε αφεθεί στις εικόνες και κάπου εκεί αναλογίστηκε τις ώρες και τα όνειρα που είχε κάνει μπροστά σε αυτό το κουτί για καλύτερη ζωή, γυναίκες, αγορές και σκέφτηκε…

_Θα κοιτάξω μέσα της!

Σηκώθηκε απότομα και την πέταξε κάτω με δύναμη, έψαξε ανάμεσα στα χίλια κομμάτια που την είχε κάνει… Τίποτα, κενό!

Αργά το βράδυ, χωρίς να βρίσκει ηρεμία στο σπίτι, αποφασίζει να πάει για ένα ποτό. Στη βοή του κόσμου και των ήχων ψάχνει για τα όνειρα του στα πρόσωπα των γυναικών, πλάσματα που για αυτά είχε κάνει τόσα όνειρα αλλά πάντα στο τέλος χαλούσαν. Πότε γιατί δεν μπορούσε να πλάσει την εικόνα που ‘’έπρεπε’’ για αυτές και πότε γιατί ανακάλυπτε άλλους ανθρώπους πίσω από τις όμορφες και βαμμένες μάσκες τους. Δεν είχε καταφέρει ακόμα να είναι ο εαυτός του και να μην τον νοιάζει…

Μεθυσμένος πια, έξω από το σπίτι και καθισμένος στο πεζοδρόμιο, άρχισε μια περίεργη συζήτηση με το πάντα χαρούμενο και παιχνιδιάρικο αδέσποτο της γειτονιάς, τη Λίντα. Την χάιδευε και της μιλούσε για τα χαμένα του όνειρα και για την περιπέτεια του να τα βρει… Και κάπου εκεί μέσα στη μέθη του φαντάστηκε τη Λίντα να του απαντά:

_Δεν μπορείς να χάσεις κάτι που ποτέ δεν ήταν δικό σου…


(ο γιoς της μάνας του)

ΠΗΓΗ: TrickmeTreatme