The Lovecraft who say NI.

Day 2,383, 19:27 Published in Greece Greece by CooperLee

Οχτώ ώρες με το λεωφορείο, κάνα δύο με τα πόδια ακολουθώντας αυτό το στενό χωμάτινο δρομάκι που διέσχιζε τον βάλτο. Μα πόσο απομονωμένο είναι τέλος πάντων αυτό το καταραμένο χωριό, σκέφτηκε.
Μα φυσικά... αυτός είναι και ο λόγος που είμαι εδώ.
Ξέρω ένα μέρος που δεν σε βρίσκει ούτε ο θεός, του είχε πει ο φίλος του. Εκεί μπορείς να κρυφτείς μέχρι να καταλαγιάσει λίγο η μπόρα.
Συνέχισε να περπατάει στο δρομάκι με αργό και σταθερό βήμα, η ζέστη ήταν αφόρητη παρά την σκιά που πρόσφεραν τα δέντρα κατά μήκος. Είχε κατά νου να αυξήσει το βήμα του μόλις έπεφτε ο ήλιος, δεν ήθελε να τον πιάσει το βράδυ σε ένα τέτοιο μέρος και δεν ήξερε πόσο δρόμο έχει ακόμα.
Καθώς περπατούσε σκεφτόταν τα γεγονότα που τον έφεραν ως εδώ. Καταραμένη περιέργεια. Ήξερε πολλά χωρίς να είναι πολύ καιρό στην συμμορία. Όλοι περιμένανε μία δουλειά που θα στραβώσει ως αφορμή για να τον ξεφορτωθούν. Και η τελευταία δουλειά πήγε πολύ στραβά.
Τις σκέψεις του έκοψε απότομα η θέα της ταμπέλας. "ΜπαίΝΙς με δικιά σου ευθύΝΙ"
Χα.. δύσκολο να τρομάξεις τους περαστικούς με τέτοια ορθογραφία, μονολόγησε. Ταυτόχρονα έπιασε το πιστόλι κάτω από την μασχάλη του ασυναίσθητα. Τουλάχιστον αυτό είναι σημάδι ότι πλησιάζω.
Είχε αρχίσει είδη να σουρουπώνει όταν έφτασε στο χωριό. Καθώς το διέσχιζε σκεφτόταν ότι αυτό το μέρος είναι ξεχασμένο από τον χρόνο. Ξύλινες καλύβες, όχι πάνω από είκοσι. Μικρή ξύλινη αποβάθρα με μερικές ψαρόβαρκες και δίχτυα στοιβαγμένα. Σκόρπιοι άνθρωποι εδώ κι εκεί που δεν δείχνανε να δίνουν και πολύ σημασία σε έναν ξένο, πράμα που θα του φαινόταν περίεργο για ένα τόσο απομονωμένο χωριό αν δεν ένιωθε το κρύο βλέμμα τους πίσω από την πλάτη του.
Κάτω από μία ξύλινη καλύβα περίπου στην μέση του χωριού δύο τύποι παίζανε τάβλι.
Νι έλεγε ο ένας καθώς έριχνε τα ζάρια. Νι απαντούσε ο άλλος καθώς έριχνε με την σειρά του.
Άθελα του στάθηκε και τους παρατηρούσε με απορημένο βλέμμα, κάτι που κατάλαβε ότι έκανε μόνο όταν τον πήρανε χαμπάρι.
Συγνώμη είπε, μου είπαν ότι υπάρχει ένα μέρος που νοικιάζει δωμάτια εδώ. Ρώτησε χαμογελώντας αμήχανα. ΝΙ αποκρίθηκε ο ένας από τους δύο δείχνοντας μία από τις ξύλινες καλύβες.
Ευχαριστώ. Καθώς τραβούσε προς τα εκεί τους άκουγε να συνεχίζουν το περίεργο παιχνίδι τους. ΝΙ, ΝΙ, ΝΙ, ΝΙ. Περίεργοι τύποι.
Έφτασε στην καλύβα που του υπέδειξαν και προς έκπληξή του έμοιαζε με μικρό ξενοδοχείο, ριμαδιασμένο άλλα ξενοδοχείο. Είχε ακόμα κι ένα μικρό γκισέ με ένα μικρό κόκκινο κουδούνι επάνω. Χτύπησε το κουδούνι κι εμφανίστηκε ένας χαμογελαστός γεράκος.
ΝΙ, είπε ο γέρος.
Ορίστε;
ΝΙ, τι θα θέλατε.
Θα ήθελα να νοικιάσω ένα δωμάτιο.
ΝΙ.
Ναι;
ΝΙ, ξαναείπε ο γέρος κουνώντας ένα κλειδί.
Ευχαριστώ. Το πήρε. Μήπως θα μπορούσα να αγοράσω κάτι να φάω εδώ γύρω.
ΝΙ. Είπε ο γέρος δείχνοντας τον απέναντι τοίχο. Μερικές ρέγκες κρεμόντουσαν. ΝΙ η πρώτη είναι από το μαγαζί.
Ευχαριστώ. Πήρε μια ρέγκα και κοίταξε τον γέρο που του έδειχνε προς τα πάνω αυτή την φορά. Ανέβηκε την σκάλα και μπήκε στην μοναδική πόρτα στο τέλος της σκάλας.
Το μικρό κρεβάτι το κομοδίνο και το μικρό τραπέζι με την καρέκλα έδειχναν έτοιμα να σπάσουν. Άλλα το δωμάτιο ήταν καθαρό. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Είχε νυχτώσει, άλλα το φεγγάρι ήταν γεμάτο και φώτιζε έξω σαν να είναι μέρα.
Άφησε την ρέγκα στο κομοδίνο και έπεσε με δύναμη στο κρεβάτι, το οποίο ευτυχώς δεν έσπασε άλλα απλά έτριξε δυνατά. Όλο αυτό το περπάτημα τον είχε ξεθεώσει. Και ο ύπνος τον πήρε σχεδόν αμέσως.
Ξύπνησε στην μέση της νύχτας από την φασαρία. Τύμπανα βαρούσανε δυνατά και άκουγε καθαρά ανθρώπους να ψέλνουν ομαδικά "έκι έκι έκι πτάνγκ ζουπ μπόινγκ", ξανά και ξανά. Ίσως κάνα τοπικό έθιμο, είπε προσπαθώντας να ξεγελάσει τον φόβο του. Χάιδεψε ξανά το πιστόλι κάτω από την μασχάλη του ασυναίσθητα.
Ένιωσε τότε μία ορμή να πάει να δει τι είναι. Καταραμένη περιέργεια, είπε. Με έφερες ως αυτό το τελειωμένο μέρος, να δω που αλλού θα με πας.
Κατέβηκε τις σκάλες, κάτω δεν ήταν κανείς. Βγήκε έξω και παρατήρησε μία απόκοσμη ησυχία σαν να μην υπήρχε ψυχή τριγύρω. Τράβηξε προς την κατεύθυνση όπου άκουγε τα τύμπανα. Διέσχισε την μικρή ξύλινη αποβάθρα και έφτασε στο τέλος του χωριού όπου άρχιζε ένα πυκνό δάσος από χαμηλά δέντρα. Τα τύμπανα και οι ψαλμοί ακουγόντουσαν μακριά ακόμα μέσα από το δάσος.
Συνέχισε το περπάτημα μέσα στο δάσος. Πρόσεχε να μην κάνει πολύ θόρυβο περπατώντας στα ξερόκλαρα χωρίς να ξέρει ακριβώς γιατί.
Ένα πλατσούρισμα ακούστηκε στο νερό δίπλα. Κάνα ψάρι σκέφτηκε. Τότε άλλο ένα. Ποιος είναι εκεί, είπε. Τίποτα...
Τότε με έναν τρομακτικό θόρυβο πετάχτηκε ένα πλάσμα από το νερό, που τον έκανε να παγώσει από τον φόβο του. Έμοιαζε με άνθρωπο άλλα είχε δέρμα σαν του κροκόδειλου και ήταν γυμνό. Το κεφάλι του ήταν πάλι παρόμοιο με κροκόδειλου και τα μάτια του ήταν λαμπερά μάτια ερπετού. ΝΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ ούρλιαξε το τέρας.
Έβγαλε το πιστόλι του και άδειασε τις σφαίρες επάνω στο τέρας. Μόλις πέρασε λίγο ο πανικός και ο τρόμος, κατάλαβε ότι το τέρας είχε παίσει κάτω στις δύο πρώτες σφαίρες άλλα αυτός συνέχιζε να πυροβολεί. Πήγε κοντά κλώτσησε το τέρας που ήταν πεσμένο ανάσκελα. Το στήθος τους ήταν μελανιασμένο άλλα οι σφαίρες δεν είχαν τρυπήσει τις χοντρές φολίδες του. Χώρια που η βαριά θορυβώδης ανάσα του τέρατος δεν άφηνε αμφιβολία ότι ήταν απλά λιπόθυμο.
Τότε πρόσεξε την σιωπή. Τα τύμπανα είχαν σταματήσει.
Κατάρα είπε, όλο το χωριό θα με πήρε χαμπάρι με τους πυροβολισμούς.
Ο θόρυβος στους θάμνους πίσω του τον έκανε να γυρίσει αστραπιαία.
Έκι έκι έκι.
Ποιος είναι, φώναξε σημαδεύοντας αν και δεν είχε πια σφαίρες στο q1.
Έκι έκι έκι. Ακούστηκε από άλλη μεριά. Γύρισε προς τα εκεί το όπλο του.
Έκι έκι έκι.
Είμαι περικυκλωμένος σκέφτηκε κατεβάζοντας το όπλο.
Τότε ένιωσε έναν πόνο στο κεφάλι και όλα έσβησαν.
Όταν ξύπνησε, τον κουβαλούσαν δύο μεγαλόσωμοι άνθρωποι ντυμένοι με πανοπλία ιππότη. Οι μεταλλικοί ήχοι από την πανοπλία τους καθώς περπατούσαν, βάραγε σαν σφυρί στο ζαλισμένο κεφάλι του.
ΝΙ ΝΙ ΝΙ.
Ήταν σε έναν μεγάλο ανοιχτό χώρο γεμάτο με τύπους ντυμένους ιππότες που φωνάζανε ΝΙ ρυθμικά, ενώ μία τεράστια φωτιά έκαιγε στην μέση. Ακόμα και το τέρας που πυροβόλησε πριν λίγο, καθόταν ήσυχο με έναν από αυτούς τους περίεργους ιππότες να του χαϊδεύει το κεφάλι.
Οι δύο που τον κουβαλούσαν κρατώντας τον από τα χέρια. Τον οδηγήσανε μπροστά σε έναν από αυτούς που φαινόταν σαν να είναι ο αρχηγός.
Ήταν πάνω από δύο μέτρα ψηλός και το κράνος του στολιζόταν από δύο τεράστια κέρατα.
ΝΙ, είπε ο τεράστιος ιππότης. ΝΙ... ΝΙ...
Δεν ξέρω τι εννοείς, ψιθύρισε ζαλισμένος ακόμα. Δεν μιλάω την γλώσσα σας. Τι στο καλό σημαίνει ΝΙ;
ΝΙ σημαίνει, είπε ο αρχηγός των αλλόκοτων ιπποτών. ΝΙ σημαίνει, επανέλαβε. ΝΙ σημαίνει.
Τι!! ούρλιαξε με όλη του την δύναμη προσπαθώντας να ξεφύγει από τους δεσμοφύλακες του, μην μπορώντας να συγκρατηθεί άλλο. Τι στο διάολο σημαίνει αυτό το ΝΙ!!
Ο αρχηγός σώπασε για μια στιγμή. Κοίτα να δεις είπε. Αν είναι να τσαντίζεσαι να μην κάνουμε παρέα. Γύρισε την πλάτη του κι άρχισε να περπατάει. Σε λίγο ο όχλος των ιπποτών τον ακολούθησε, ακόμα και ερπετόμορφο τέρας έκανε το ίδιο. Τέλος οι δύο ιππότες που τον κρατούσαν τον αφήσανε για να ακολουθήσουνε κι αυτοί τον αρχηγό τους. Περπατούσαν αργά και μεθοδικά μέχρι που δεν άκουγε πια τα βήματά τους.
Κι έτσι έμεινε μόνος του, αυτός, η φωτιά και το φεγγάρι.