De me ksereis kala… (By Bamias)

Day 1,585, 18:27 Published in Greece Greece by barakObamias

Υπάρχουν στιγμές που κάνω μια αναδρομή στο παρελθόν μου και καταλαβαίνω πόσο σημαντικό είναι να έχεις μεγαλώσει με αγάπη. Πόσο σπουδαίο είναι να έχεις όμορφα, αγνά και πάνω απ’ όλα ήσυχα παιδικά χρόνια.

Νιώθω τυχερός που οι γονείς μου, με δίδαξαν τι σημαίνει αυτοεκτίμηση, σεβασμός, υπερηφάνεια.

Χρωστάω τόσα πολλά στη μητέρα μου και στον πατέρα μου για την αγωγή που μου έδωσαν. Για τις ελευθερίες που δε μου στέρησαν ποτέ. Για τις εικόνες που μου χάρισαν απλόχερα και μπορώ τώρα να κουβαλάω μαζί μου. Έναν ανεκτίμητο θησαυρό, που όσο περνάει ο καιρός, η αξία του συνέχεια μεγαλώνει.

Είχα την τύχη, να είμαι παρών όταν ο πατέρας μου διάβαζε τους στίχους των τραγουδιών του πρώτου του Θεατρικού έργου, στο Μάνο το Λοΐζο και αυτός σιγοσφύριζε το σκοπό όσο άκουγε…

Θυμάμαι κάτι μαξιλάρες στο σαλόνι του Λευτέρη του Παπαδόπουλου. Ήταν οι αγαπημένες μου. Κουρασμένοι και νυσταγμένοι, εγώ και η αδερφή μου γλαρώναμε ακούγοντας τους «μεγάλους» να τα λένε μεταξύ τους.

Κάθε 16 του Γενάρη, οι γονείς μου γιόρταζαν την επέτειό τους. Ακόμα τη γιορτάζουν. 46 χρόνια σερί. Γιορτάζουν με φίλους. Στο σαλόνι του πατρικού μου, ο Ηλίας ο Λογοθέτης γρατζουνάει την κιθάρα του. Ο Γιάννης ο Ζουγανέλης κάθεται στο πιάνο και όλοι μαζί σαν έφηβοι στην παραλία γύρω από μια φωτιά τραγουδάνε…

Είμαι 10 χρονών και ο Θανάσης ο Βέγγος είναι στο σπίτι. Οι φίλοι μου, τα γειτονόπουλα που παίζαμε στην πιλοτή, δε με πιστεύουν. Χτυπάω το θυροτηλέφωνο και λέω στη μάνα μου να πει στον κύριο Θανάση να βγει στο μπαλκόνι να τον δείξω στους φίλους μου. «Παιδιάαααα μου» φωνάζει από τον τέταρτο...

Η μάνα μου κρεμάει έναν πίνακα του Μέντη που γράφει «Οι νάφτες δεν ηπάρχουν πια τους έφαγαν τα πσάρια». Ο Μποστ είναι ακόμα στο πατρικό μας. Όπως και ο Τάσος ο Ζωγράφος, με αφιέρωση «Στα κουμπαράκια μου Γιώργο και Πηνελόπη»…

Τα ποτήρια τσουγκρίζουν και ο Δημήτρης ο Παπαμιχαήλ λέει πάλι τον καημό του για το Γιαννάκη.

Η Δέσπω η Διαμαντίδου βοηθάει στην κουζίνα. Η μάνα μου επιμένει και της λέει να κάτσει. Αυτή όμως εκεί. Έχει κολλήσει και θέλει σώνει και καλά να κόψει τη σαλάτα…

Είμαι στο ανάκτορο της Δούκισσας της Πλακεντίας. Η μάνα μου έχει γύρισμα. Φοράω πέδιλα και τρέχω στον κήπο. Θυμάμαι ακόμα το τσούξιμο από εκείνη την ξεφτιλισμένη μέλισσα που χώθηκε στη γυμνή φτέρνα μου. Ο Σταύρος ο Παράβας μου λέει να μην κλαίω. Με παίρνει από το χέρι και με πάει πιο δίπλα. Μου λέει να κατουρήσω στο χώμα και να απλώσω τη λάσπη στο τσίμπημα. Δεν πονάω πια…

Ο Παύλος ο Σιδηρόπουλος μου χαϊδεύει το κεφάλι και παίρνει τη θέση του στο πλατό για να υποδυθεί το γιο της μάνας μου…

Ο πατέρας μου χτυπάει τα πλήκτρα στη γραφομηχανή του και κρατάει συντροφιά σε όλη την πολυκατοικία μέχρι αργά το βράδυ.
Ο Αντώνης ο Σαμαράκης είναι στην πρεμιέρα του έργου του πατέρα μου και στο διάλειμμα σε κάποιο πηγαδάκι δηλώνει συγκλονισμένος από την πένα αυτού του νέου!

Ρίχνω μια κλεφτή ματιά πίσω και αποφασίζω να μην ασχοληθώ με κάποιον που δε με γνωρίζει προσωπικά. Κάποιον που δεν έχει δει αυτά που έχω δει εγώ. Που έχει ενδεχομένως ζήσει μια άλλη πλευρά της Ελλάδας.

Η αγωγή μου δεν μου επιτρέπει να μπω σε καμία αντιπαράθεση με κάποιον που δεν θα καταλάβει ποτέ του ποια είναι τα σημαντικά πράγματα σε αυτή την πουτάνα τη ζωή…

Άντε τα λέμε
Barak o Bamias
(αν αισθάνεσαι οικεία ή απλώς βαριέσαι να με προσφωνείς με ολόκληρο το nickname μου, θα σε παρακαλούσα να με λες Bamia και όχι Barak)!