Περί Λαμογ&iota ;άς

Day 2,419, 00:13 Published in Greece Canada by Sakourtele

Λαμόγιο, ουσ. ουδέτερο.Άτομο που υποκρίνεται τον αγοραστή για να προσελκύσει πελάτες για χάρη κάποιου άλλου· που επωφελείται εξαπατώντας κι έπειτα αποχωρεί. Η πράξη στο σύνολό της αποκαλείται λαμογιά

Η λέξη «λαμόγιο» χρησιμοποιείται πολλά χρόνια στα ελληνικά και προέρχεται από την αργκό, αν και η ετυμολογία της παραπέμπει σε ισπανική ή ιταλική λέξη. Το λαμόγιο πότε κέρδιζε, δείχνοντας έτσι ότι ο παπατζής είναι κορόιδο και προσελκύοντας αυτούς που ήθελαν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία και πότε έχανε, διαλέγοντας πάντα το λάθος φύλλο, ενώ ήταν πασιφανές ότι ο «παπάς» ήταν άλλος. Με αυτόν τον τρόπο, τα υποψήφια θύματα που έβλεπαν τον παπά να είναι σε εμφανή θέση και το «λαμόγιο» να χάνει, έριχναν τα λεφτά τους με μεγάλη ευκολία στον «παπά» και φυσικά έχαναν, αφού συνήθως «παπάς» ήταν το τρίτο φύλλο.

Η λέξη χρησιμοποιείται εδώ και χρόνια για να περιγράψει τον διεφθαρμένο πολιτικό, τον απατεώνα και τον υπόγειο τύπο, που μετέρχεται ύπουλα, παράνομα ή ανήθικα μέσα για αποκτήσει χρήματα ή εξουσία.

Οι γνώμες για την ετυμολογία της λέξης «λαμόγιο» διίστανται. Η πιθανότερη ερμηνεία είναι ότι προέρχεται από το ιταλικό έναρθρο ουσιαστικό «la moglie» (πρφ.: λα μόγιε – μτφ.: η σύζυγος). Όταν κάποιος Ιταλός χαρτοπαίκτης κέρδιζε και ήθελε να φύγει από το τραπέζι για να μη ξαναχάσει, φώναζε δήθεν φοβισμένος, «la moglie, la moglie», (λαμόγιε…), ότι δήθεν, τον έψαχνε η γυναίκα του, έπαιρνε βιαστικά τα χρήματα και έφευγε τρέχοντας (την έκανε λαμόγιο δεν τηρούσε, δηλαδή, τις υποσχέσεις του). Αυτή η σατιρική έκφραση έφτασε στην Ελλάδα, ενώ ξεχάστηκε στην Ιταλία και τη χρησιμοποιούμε για να προσδιορίζουμε τον ασυνεπή και τον μικροαπατεώνα.

Με βάση μια άλλη ερμηνεία, η λέξη προέρχεται από την αργκό του Μπουένος Άιρες, το πλουσιότατο «λουνφάρδο» και είναι σκέτο μόγια, που σημαίνει λαδιά, απάτη, πονηριά, εξαπάτηση. Το άρθρο la προστέθηκε αργότερα στα ελληνικά, για να μοιάζει πιο ισπανικό ή ξενόφερτο.