Ο Ματρόζος

Day 1,599, 13:57 Published in Greece Greece by katavothritis

Οι παρακάτω στίχοι ανήκουν στο ποίημα του Γεωργίου Στρατήγη “Ο Ματρόζος”, του οποίου την ιστορία νομίζουμε ότι αξίζει να σας αναφέρουμε:
Ο θρυλικός καραβοκύρης Ματρόζος ήταν προύχοντας των Σπετσών, ο οποίος έδωσε όλα τα υπάρχοντά του για τον αγώνα... Κράτησε μόνο ένα από τα καράβιά του και έγινε ένας από τους μπουρλοτιέρηδες που γράψανε το ναυτικό έπος του 1821, μαζί με τον Κωνσταντή Κανάρη.
Μετά την απελευθέρωση του έθνους και αφού είχε δώσει όλη του την περιουσία για τον αγώνα ο Ματρόζος κατήντησε ζητιάνος!
Το ποίημα θέλει τον Ματρόζο κάποτε να πηγαίνει να ζητήσει βοήθεια από τον Κανάρη, ο οποίος είχε γίνει μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 Υπουργός Ναυτικών. Στην είσοδο όμως του Υπουργείου συνάντησε κάποιο αξιωματούχο “ντυμένο μέσα στα χρυσά”, όπως λέει στο ποίημά του ο Στρατήγης, ο οποίος αρνήθηκε να τον βοηθήσει να βρει τον Κωνσταντή που έψαχνε και τον έστειλε να "ζητιανέψει μεσ' το πτωχοκομείο!”, προς αυτόν λοιπόν ο Ματρόζος έδωσε την απάντηση «Αν οι ζητιάνοι σαν κι εμέ δεν έχυναν το αίμα, οι καπετάνοι σαν και σε δεν θα φορούσαν στέμμα!»
Το ποίημα πάντως έχει ευτυχή κατάληξη γιατί από τη φασαρία της παραπάνω φιλονικίας ο Κανάρης τελικά συναντήθηκε με το Ματρόζο τον οποίο αναγνώρισε μετά από μια συγκινητική σκηνή.

Σε μια εποχή που δεν έχει προσανατολισμό, που τα πάντα ρυθμίζονται από τις αγορές, σε μια εποχή που πάσχει από αξίες και από ιδανικά η ιστορία του Ματρόζου έχει κι αυτή την αξία της.


Ἕνας Σπετσιώτης γέροντας σκυφτὸς ἀπὸ τὰ χρόνια

μὲ κάτασπρα μακριὰ μαλλιὰ μὲ πύρινη ματιὰ

σὰν πλάτανος θεόρατος γερμένος ἀπ` τὰ χρόνια

περνοῦσε πάντα στὸ νησὶ τὰ ἔρμα γηρατειά.

Εἶν` ἀπὸ κείνη τὴ γενηὰ κι` ὁ γέρο καπετάνος

ποὺ ἀκόμα καὶ στὸν ὕπνο του τὴν ἔτρεμε ὁ Σουλτάνος.



Εἶναι ἀπὸ κείνους ποὺ ἔχυσαν τὸ ἀθάνατό τους αἷμα

ἀπὸ τοὺς χίλιους ποὺ ἔβγαλες πατρίδα μου χρυσή.

Εἶναι ἀπὸ κείνους ποὺ ἔβαλαν στὴν κεφαλή σου στέμμα

κι` ἄγνωστοι ἐσβυστήκανε στὸ δοξαστὸ νησὶ

Εἶχες ἀστέρια ὁλόλαμπρα στὸν οὐρανό σου κι` ἄλλα

μὰ κεῖνα ποὺ δὲν ἔλαμψαν ἦταν τὰ πιὸ μεγάλα.



Σὰν ἔγραψαν μὲ τὸν δαυλὸ τὴν ἱστορία τους μόνοι,

χωρὶς γι` αὐτοὺς τοὺς ἥρωες μιὰ λέξη αὐτὴ νὰ πεῖ

μὲ τὴν πληγή τους γιὰ σταυρὸ κι` ἀτίμητο γαλόνι

ἄλλοι στὰ δίχτυα ἐγύριζαν καὶ ἄλλοι στὸ κουπὶ

κι` οἱ στολοκαῦτες τῶν Σπετσῶν τὰ ἀτρόμητα λιοντάρια,

μὲ τὶς βαρκοῦλες ἔπιαναν στὸ περιγιάλι ψάρια



Ὁ γέρος μας παράπονο ποτὲ δὲν λέει κανένα

μὰ καπετάνιους σὰν ἰδεῖ μέσ` στὰ χρυσαφικὰ

ἐκείνους ποὺ εἶχε ναῦτες του μὲ μάτια δακρυσμένα

στὰ περασμένα ἐγύριζε καὶ στὰ πυρπολικά.

Καὶ ξαπλωμένος δίπλα μου μοῦ ’λεγε κεῖ στὴν ἄμμο

πόσα καράβια ἐτίναξε στὴν Τένεδο, στὴ Σάμο.




-"Παιδί μου, τώρα ἐγέρασα παιδί μου θ` ἀποθάνω,»

στὸ τέλος πάντα μοῦ ’λεγε μὲ ἀναστεναγμὸ!

-«Ἕνας Ματρόζος δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τὸν ζητιάνο,

μὰ νὰ βαστάξω δὲν μπορῶ τῆς πείνας τὸν καημὸ

Κλαίω ποὺ ἀφήνω τὸ νησὶ θὰ πάω στὴν Ἀθήνα

πρὶν πεθαμένο μ` εὕρουνε μιὰ μέρα ἀπὸ τὴν πείνα!



Μοῦ λὲν ὁ καπετὰν Κωσταντῆς ἀπ` τὰ Ψαρρὰ ἐκεῖ πέρα

πὼς Ὑπουργὸς ἐγίνηκε μεγάλος καὶ τρανὸς

κι` ἂν θυμηθεῖ πὼς τὴ ζωὴ τοῦ ἔσωσα μιὰ μέρα

ἀπ' έξω ἀπό τὴν Τένεδο μποροῦσε ὁ Ψαρριανὸς

νὰ κάνει κάτι καὶ γιὰ μὲ κι` ἴσως νὰ δώσουν κάτι

σὲ κεῖνον ποὺ ’χε τάλλαρα τὴ στέρνα του γεμάτη!»



Πὲντ` ἕξη μέρες ὕστερα ἐμπῆκε στὸ βαπόρι

κι` ἀκουμπιστὸς περίλυπος, ἐπάνω στὸ ραβδὶ

ὥς ποὺ στὴν Ὕδρα ἔφτασε κοίταζε ἀπὸ τὴν πλώρη

τὸ δοξαστὸ του τὸ νησὶ ὁ γέροντας νὰ ἰδεῖ,

καὶ σκύβοντας δακρύβρεχτος τὰ κύματα ἐρώτα,

πῶς φεύγει τὼρ` ἀπ` τὸ νησὶ καὶ πῶς ἐρχόταν πρῶτα!



-«Ἐδῶ τί θέλεις γέροντα;», ρωτᾶ τὸν καπετάνιο

στὸ Ὑπουργεῖο ἐμπροστά, ἕνας θαλασσινὸς

ντυμένος στὰ χρυσά! -«Παιδί μου εἶν ἐπάνω ὁ …Κωσταντῆς;;»

-«Ποιὸς Κωσταντῆς;» -«Νὰ ! αὐτὸς ὁ…Ψαρριανός!»

-« Δὲν λὲν κανένα Ψαρριανὸ ἐδῶ εἶναι Ὑπουργεῖο

νὰ ..ζητιανέψεις πήγαινε εἰς τό..φτωχοκομεῖο!».



Ὁ γέρος ἀνασήκωσε τὸ κάτασπρο κεφάλι

καὶ τὰ μαλλιὰ του ἐσάλεψαν σὰν χαίτη λιονταριοῦ

καὶ μὲ σπιθόβολη ματιὰ μέσ` ἀπ` τὰ χείλη βγάζει

μὲ στεναγμὸ βαρύγνωμη φωνὴ παλληκαριοῦ

-«Ἄν οἱ ζητιάνοι σὰν καὶ μὲ δὲν ἔχυναν τὸ αἷμα

οἱ καπετάνιοι σὰν καὶ σὲ δὲν θὰ φοροῦσαν στέμμα!»



Τότε ὁ Κανάρης ποὺ ἄκουσε φιλονικίες κάτω

στὸ παραθύρι ἐπρόβαλε νὰ ἰδεῖ ποιὸς τὸν ζητεῖ

καὶ βλέποντας τὸν γέροντα λαχτάρησ` ἡ καρδιά του

καὶ νά ’ρθει ἐπάνω διέταξε μὲ τὸν ὑπασπιστή.

Καὶ ἡ φωνὴ τοῦ γέροντα τοῦ ἐξύπνησε στὰ στήθη

κάτι ποὺ μοιάζει μ` ὄνειρο, μαζὶ καὶ παραμύθι.



Τὸν κοίταξε, τὰ μάτια του μὲς στὰ μακριά του φρύδια

ποὺ μοιάζανε σὰν ἀετοὶ κρυμμένοι στὴ φωλιὰ

στὸν καπετάνιο ἐφάνηκαν μὲ τὴ φωτιὰ τὴν ἴδια

ὅταν τὰ ἐφώτιζε ὁ δαυλὸς τὰ χρόνια τὰ παληὰ

Κι` ἕνας τὸν ἄλλο κοίταξε κατάματα οἱ δυὸ γέροι,

ὁ ἡμίθεος τὸν γίγαντα, ὁ ἥλιος τὸ ἀστέρι.



-«Ποιὸς εἶσαι καπετάνιο μου καὶ ποιὸ εἶναι τὸ νησί σου;»

ὁ Ψαρριανὸς τὸν ἐρωτᾶ μὲ τόνο θλιβερὸ

–«Πενήντα χρόνια μιὰ ζωὴ περάσανε, θυμήσου

ἀπ` τῆς καλῆς μας ἐποχῆς ἐκείνης τὸν καιρό!»

-«Μήπως στὴ Σάμο ἤσουνα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη;

στὴ Χιὸ, στὴν Ἀλεξάνδρεια, στὴν Κῶ, στὴ Μυτιλήνη;».



-«Ἀπ` ἔξω ἀπὸ τὴν Τένεδο πενήντα πέντε χρόνια

ἐπέρασαν ἀπ`τη στιγμὴ ἐκείνη σὰν φτερό!

Σὰν νὰ σὲ βλέπω Κωσταντῆ δὲν θὰ ξεχάσω αἰώνια

ἀκόμα στὸ μπουρλότο σου καβάλα σὲ θωρῶ

Χρόνος δὲν ἦταν ποὺ ἔκαψες στὴ Χιὸ τὴ ναυαρχίδα

κι` ἦταν ἡ πρώτη μου φορὰ ἐκείνη ποὺ σὲ εἶδα.



Ἀπ` ἔξω ἀπὸ τὴν Τένεδο, θυμᾶσαι μία φρεγάδα

σ` ἔβαλε μπρὸς μ` ἀράπικου ἀλόγου γρηγοράδα

μ` ὀχτὼ βατσέλια γύρω της πού ’μοιαζαν περιστέρια ,

καὶ σὺ γεράκι γύρω τους ἐπάνω στὸ μπουρλότο

-ποὺ τὴν κορβέτα τίναξες προτύτερα στ` ἀστέρια-

σὰν δαίμονας μὲς τὸν καπνὸ γυρνοῦσες καὶ στὸν κρότο.



Σὲ καμαρώνω ἀπὸ μακριὰ κι` οἱ ναῦτες κι` ὁ λοστρόμος,

μὲ ξόρκιζαν νὰ φύγουμε, τοὺς εἶχε πιάσει τρόμος,

γιατί ἡ ἁρμάδα ζύγωνε ἐπάνω στὸ τιμόνι

θάρρος στοὺς ναῦτες σου ἔδινες δὲν βάσταξε ἡ καρδιά μου.

γιὰ μιὰ στιγμὴ χανόσουνα, γιὰ μιὰ στιγμὴ καὶ μόνη.

Καὶ-«ὄρτσα –μάινα τὰ πανιὰ», φωνάζω στὰ παιδιά μου.



Στὸ στρίψιμο τοῦ τιμονιοῦ μᾶς σίμωσες, μ` ἀντάρα,

ὁ τοῦρκος κοντοζύγωνε ἡ μαύρη μου ἡ καμπάρα

ἀστροπελέκια καὶ φωτιὰ καὶ κεραυνοὺς σκορποῦσε

μά… σὰ δελφίνι γρήγορος καὶ κεῖνος ἐγλυστροῦσε

Οἱ ναῦτες μου φωνάξανε –«τί κάνεις καπετάνιο¨

καὶ γὼ τοὺς λέω – «τὸν Ψαρριανὸ νὰ σώσω κι` ἂς πεθάνω.»



Καὶ σοῦ πετῶ τὴ γούμενα καὶ δένεις τὸ μπουρλότο

κάνω τιμόνι δεξιὰ τὸ φλογερὸ τὸ χνῶτο

τοῦ τούρκου θὰ σὲ βούλιαζε θυμᾶσαι, σοῦ φωνάζω

πρῶτος ἀπ` ὅλους ν` ἀνέβεις, μὰ δὲν μ` ἀκοῦς

κι` ἀφήνεις ἄλλοι ν` ἀνεβοῦν. ἔσκυψα κι` ἀπ` τὰ μαλλιὰ σ` ἁρπάζω,

καὶ σ` ἔσωσα, καὶ φύγαμε Μά..δάκρυα βλέπω χύνεις!.



-«Ματρόζε μου » δακρύβρεκτος ὁ Κωσταντῆς φωνάζει

καὶ μὲς στὰ στήθη τὰ πλατειὰ σφιχτὰ τὸν ἀγκαλιάζει.

Κι` ἐνῶ οἱ δύο γέροντες μὲ τὰ λευκὰ κεφάλια

στ` ἄσπρα τους γένια δάκρυα κυλοῦσαν σὰν κρουστάλλια

δυὸ κορφοβούνια μοιάζανε γεμάτα ἀπὸ τὸ χιόνι

ὅταν τοῦ ἥλιου τὸ φιλὶ τὴν ἄνοιξη τὸ λιώνει !