Τετράδιο Εκθέσεων - Reprinted (by Stefen)

Day 2,554, 10:19 Published in Greece Greece by Thanasis Klaras
Αναδημοσιεύω αυτό το άρθρο του stefen διότι:

1. Εδώ και 1 βδομάδα, με γυροφέρνει να γράψω κάτι και εγώ ως συνέχεια τούτου του άρθρου. Ίσως αν βρω χρόνο να το γράψω και αύριο.

2. Δεν είναι πλέον στην εφημερίδα του και πιστεύω πως αυτό δεν είναι σωστό.

3. Μου άρεσε. Και θέλω τα άρθρα που μου αρέσουν, να υπάρχουν και όχι να πέφτουν.


Αυτό το κείμενο με βασανίζει από τότε που είχα μια συζήτηση με τον Νίκο, ένα νέο που γνώρισα σε ένα χαζοπαίχνιδο και ειρωνεία της τύχης, είναι γιος εκπαιδευτικού που δίδαξε στο Ζάννειο, το εξατάξιο πρότυπο γυμνάσιο, από όπου αποφοίτησα, το μακρινό '79.

Ηταν η αρχή της κρίσης και η κουβέντα είχε φουντώσει, για τις αιτίες που μας έφτασαν σ΄αυτή. Και φτάσαμε στους Δημόσιους. Τεμπελχανάδες, διορισμένοι με ρουσφέτι, ανίκανοι και ευθυνόφοβοι, λαδοπόντικες, λαμόγια του κερατά, υποστήριζα εγώ, καλά παθαίνουν ότι παθαίνουν και λίγα είναι.

Σκέψου, μου είπε τότε αυτός, με αυτό το καταπληκτικό ήρεμο τρόπο του που θαυμάζω, είναι όλοι οι Δημόσιοι έτσι; Δεν είχες κάποιον δάσκαλο, κάποιο καθηγητή που όχι απλά έκανε σωστά την δουλειά του αλλά σου έδωσε κάτι παραπάνω; Γιατί τους τσουβαλιάζεις όλους;

Ντράπηκα. Και φυσικά είχα. Πως το είχα ξεχάσει; Ισως γιατί θεωρούσαν πάντα μέσα μου ότι δεν ήταν απλώς μια καθηγήτρια.

Στο Ζάννειο πήγα από την δεύτερη, δευτέρα την λέγαμε τότε, τάξη. Λίγο μετά την μεταπολίτευση. Μια εποχή δύσκολη που το μετεμφυλιακό κράτος σιγά σιγά έσβηνε, για να δώσει την θέση του σε μια Νέα, γενναία, Εποχή. Η Γενιά του Πολυτεχνείου, η γενιά του δικού μας καθυστερημένου Μάη, ετοιμαζόταν να πάρει την εξουσία.

Ο Λόγος μας μπασταρδεμένος , παιδί της καθαρεύουσας που σαν κοκότα προσπαθούσε να μιμηθεί την Αρχαία και της πλέριας Δημοτικιάς που άρθρωναν οι γιοι των νικημένων τσαγκάρηδων.

Το ίδιο και οι μουσικές μας. Τα ξεχασμένα ρεμπέτικα των χασικλήδων της Σμύρνης και μετά του Πειραιά, παρέα με τα τραγούδια του Αγώνα και τα ελαφρολαϊκά του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Τότε που ανακαλύψουμε τις παραμάνες που "σώζουν την Βασίλισσα".

Και στην οθόνη "τα κουρέλια τραγουδούσαν ακόμα" παρέα με τον Αγγελόπουλο λίγο πριν φτιάξουν την "γλυκιά συμμορία"

Είχα την τύχη να είμαι στο τμήμα της κυρίας Βαρβατσούλη. Ενα τμήμα με λιγότερα από τριάντα αγόρια, για το οποίο ήταν υπεύθυνη και τα έξη χρόνια, κάτι που δεν θα έκανε ποτέ ξανά, όπως μας είχε εξομολογηθεί, μια και το συναισθηματικό φορτίο ήταν μεγάλο, από αυτή την σχέση. Μάλιστα είχε αρνηθεί θέση λυκειάρχη, μόνο και μόνο για να μείνει με τα παιδιά της, όπως μας αποκαλούσε. Και το εννοούσε όταν έλεγε ότι μας αισθάνεται παιδιά της, μια και δεν μπόρεσε να αποκτήσει δικά της.

Θυμάμαι τότε που κάναμε ομαδική κοπάνα, για να πιούμε καφέ στην ταράτσα του Μινιόν, το λιγότερο που την ένοιαζε ήταν αυτό. Ανησύχησε, όπως θα έκανε κάθε γονιός σε ανάλογη περίπτωση.

Και είμαι σίγουρος ότι ένιωσε περήφανη για την πρώτη επίσημη "εκδήλωση" που στήσαμε μαζί, για να τιμήσουμε την ημέρα του Πολυτεχνείου στο τελευταίο όροφο του σχολείου. Τότε που είχε παρουσιαστεί με ένα κόκκινο γαρύφαλλο στο πέτο.

Ή τότε που κρεμάσαμε ένα πανό στα κάγκελα που ύψωσαν στην μεσοτοιχία με το ορφανοτροφείο, μη τυχόν και δραπετεύσουμε την ώρα του διαλείμματος.

Για την κυρία Βαρβατσούλη το πρόγραμμα ήταν μια αφορμή, δεν ήταν ο σκοπός. Ηταν η αφορμή για να συζητήσουμε για πράγματα "περίεργα". Για να μας διδάξει ότι η Αντιγόνη δεν ήταν ένα ακόμα αρχαίο κείμενο αλλά το πρώτο κείμενο που έθετε διλήμματα για τα όρια της εξουσίας, την νομιμότητα, την υπακοή σ' αυτή και την αμφισβήτησή της. Για να μας γνωρίσει τον Εγγονόπουλο, τον Σεφέρη και τον Ρίτσο. Για να τολμήσει να μας μιλήσει για τα "απαγορευμένα" του Καβάφη, δείχνοντας κατανόηση στα χασκογελάκια των αδαών εφήβων.

Λίγο καιρό μετά την κουβέντα με τον Νίκο, με κάποιο μαγικό τρόπο, ψάχνοντας στην αποθήκη, ανάμεσα σε παλιά σχολικά βιβλία και τετράδια του γυιού μου, βρήκα ένα μπλε τετράδιο. Το τετράδιο εκθέσεων του '79. Την χρονιά της αποφοίτησης που οι ώρες της έκθεσης, είχαν γίνει πια μόνιμα, ώρες συζήτησης. Ηταν οι ώρες που απολάμβανα.

Σε μια από αυτές, το θέμα ήταν αν θα μέναμε στην Ελλάδα ή θα προσπαθούσαμε να φύγουμε στο εξωτερικό. Ισως γιατί δεν πρόλαβα να μιλήσω, ίσως γιατί δεν ήθελα να τα πω δημόσια, με το θράσος του δεκαοχτάχρονου, κάτω από την έκθεση της ημέρας, της είχα γράψει γιατί ανυπομονούσα να φύγω.

Δεν ήθελα να πολεμήσω, έγραψα, για την χώρα του μπάτσου και του παπά. Του κάθε Καραμήτρου που θεωρεί ότι η κάθε μικρή εξουσία που του παραχωρείτε είναι μέσο επιβολής. Για την χώρα της αναξιοκρατίας που τρώει τα παιδιά της. Δεν είναι αυτή η πατρίδα μου.

Περίμενα την αντίδρασή της για το κείμενο που ακόμα και τότε ήξερα ότι ήταν υπερβολικό και προβοκατόρικο. Και μου απάντησε γράφοντας με εκείνο το αιώνιο κόκκινο στυλό, κάτω από το κείμενό μου.

Στέφανε εύχομαι να πραγματοποιήσεις το όνειρό σου. Ομως όπου και να πας να έχεις πάντα στο μυαλό σου ότι σε αυτή την χώρα, εκτός από αυτούς που περιγράφεις, ζουν απλοί άνθρωποι σαν τους γονείς σου. Και για αυτούς αξίζει να πολεμήσεις, από όπου κι αν βρίσκεσαι.

Στο εξωτερικό δεν έφυγα και φυσικά δεν ήταν η αιτία αυτά που μου έγραψε. Ομως τα θυμάμαι πάντα και κατάλαβα για πολλοστή φορά πως η Κυρία Βαρβατσούλη, εκτός όλων των άλλων, αυτό που έδινε απλόχερα ήταν Αγάπη. Γιαυτό έχει τον απόλυτο σεβασμό μου. Και είμαι σίγουρος ότι δεν είμαι ο μόνος που σκέπτεται έτσι, από την Τάξη του ΄79

Στα μέσα του 90 είχα την τύχη να συμμετέχω στην πρώτη επίσημη συνάντηση των αποφοίτων του Ζαννείου. Η κυρία Βαρβατσούλη ήταν εκεί. Δεν με θυμόταν. Δεν θυμόνταν ούτε το περιστατικό με το τετράδιο εκθέσεων. Φυσικό κι επόμενο ήταν. Από τότε εκατοντάδες παιδιά θα δίδαξε. Εκατοντάδες δικά της παιδιά.

Την είδα ξανά πριν μερικές εβδομάδες 35 χρόνια μετά. Ηταν το ίδιο ακμαία και με την ίδια λάμψη στα μάτια. Και για μια ακόμα φορά σκέφτηκα πόσο δίκιο είχε ο Νίκος.


ΥΓ: Μην είστε εμπαθείς. Πάντα ουσία έχει μόνο το κείμενο. Και επιτρέψτε μου, αλλά πρόκειται για ένα ΚΑΛΟ κείμενο.